Τραπεζούς (Βυζάντιο), Παλάτι

1. Βυζαντινή πόλη, πολεοδομικός σχεδιασμός

Στις πόλεις των επαρχιών του Βυζαντίου ο αστικός σχεδιασμός καθώς και τα χαρακτηριστικά της αρχιτεκτονικής υποδεικνύονταν από τις ανάγκες της καθημερινής ζωής. Κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια η ανάγκη για ασφάλεια ήταν πρώτιστης σημασίας και αποτελούσε βασική προτεραιότητα για το σχεδιασμό μιας πόλης. Στην πραγματικότητα δεν ήταν δεκτή η δημιουργία μιας πόλης που δεν μπορούσε να προσφέρει ασφάλεια.

Η επιλογή μιας φυσικής οχυρής θέσης αποτελούσε βασικό μέλημα αυτών που είχαν αναλάβει το σχεδιασμό της πόλης. Τέτοιες φυσικές οχυρώσεις αποτελούσαν φυσικοί σχηματισμοί όπως λόφοι, βουνά, φαράγγια και οι διάφορες υδάτινες περιοχές (θάλασσα, ποτάμια). Πέρα από την επιλογή του κατάλληλου τόπου βασικό ρόλο στην οργάνωση της βυζαντινής πόλης έπαιζαν τα δύο ή τρία αυτόνομα τείχη που χώριζαν την πόλη σε δύο ή τρία τμήματα για καλύτερη άμυνα. Κάθε τμήμα της πόλης αποτελούσε έτσι μια ανεξάρτητη αμυντική μονάδα και επικοινωνούσε με τα υπόλοιπα τμήματα μέσω πυλών. Το ανώτερο τειχισμένο τμήμα, η ακρόπολη, αποτελούσε το τελευταίο προπύργιο και έπρεπε να είναι αμυντικά ικανή ακόμα και τη στιγμή που η υπόλοιπη πόλη είχε καταληφθεί. Για αυτό το λόγο έπρεπε να κατέχει κάποιο αμυντικό στοιχείο –πύργο ή εσωτερική οχύρωση– που θα της επέτρεπε να λειτουργεί σε περίπτωση πολιορκίας ως η τελευταία γραμμή άμυνας.1 Χαρακτηριστικά παραδείγματα τειχισμένων, σε δύο ή τρία τμήματα, πόλεων αποτελούν η Τραπεζούντα, ο Μυστράς2 και η Μαγνησία Σιπύλου στη Λυδία.3

Η οργάνωση βυζαντινής πόλης σε αυτά τα αυτόνομα μέρη σχετίζεται με τη λειτουργία τους και με τα κοινωνικά στρώματα που κατοικούσαν εκεί. Το ανώτερο τμήμα, η ακρόπολη, το κάστρο των Βυζαντινών, περιέκλειε συνήθως το διοικητικό κέντρο της πόλης. Εκεί δέσποζε το παλατινό συγκρότημα, όπου βρισκόταν και η κατοικία του διοικητή. Επομένως, από στρατιωτική και διοικητική άποψη ο έλεγχος της πόλης περιερχόταν στα χέρια αυτού που έλεγχε την ακρόπολη. Το μεσαίο τμήμα, η μέσα χώρα (μεσοχώρα),4 ήταν η περιοχή κατοικίας της αριστοκρατικής τάξης, ενώ το τρίτο κατώτερο τμήμα, η κάτω χώρα, το οποίο συνήθως τειχιζόταν μετά την αύξηση του πληθυσμού, προοριζόταν για τους απλούς πολίτες, τους εμπόρους και τους αλλοδαπούς.

2. Ιστορικές πηγές για την Τραπεζούντα

Η ομορφιά της πόλης της Τραπεζούντας εξυμνήθηκε από τις φιλολογικές πηγές του 15ου αιώνα, στις οποίες οφείλουμε την ξεκάθαρη εικόνα που έχουμε σήμερα για την πόλη. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε πως είναι λίγες οι παλαιοχριστιανικές και βυζαντινές πόλεις, εκτός της Κωνσταντινούπολης, που έτυχαν αυτής της ευκαιρίας. Την πόλη εξύμνησε το Εγκώμιον Τραπεζούντος, έργο του καρδινάλιου Βησσαρίωνος,5 ο οποίος συνέθεσε ένα μεγάλο ποίημα όπου εγκωμιάζει τη γενέτειρα πόλη του. Επίσης ο Ιωάννης Ευγενικός, ο οποίος έζησε εξόριστος στην Τραπεζούντα στα μέσα του 15ου αιώνα, είναι ο συγγραφέας άλλης μιας ποιητικής περιγραφής της πόλης.6 Τέλος, ο Μιχαήλ Πανάρετος, ποντιακής καταγωγής και ίσως με γενέτειρα την Τραπεζούντα, έχοντας υψηλά καθήκοντα στην αυλή των Μεγάλων Κομνηνών, υπήρξε ο χρονογράφος της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας.7

3. Τοπογραφία

Η Τραπεζούντα βρίσκεται στην ανατολική γωνία του Εύξεινου Πόντου. Η πόλη αναπτύσσεται πίσω από τη θάλασσα φτάνοντας τμηματικά μέχρι τα υψώματα του όρους Μιθρίου (Μίθριον, Μιθρίον και Μίθρος). Η πόλη είχε ομορφιά, ευφορία, πλούτο και ασφάλεια. Από τη μια, η εύφορη και πράσινη πεδιάδα που περιέβαλλε την πόλη με τα λουλούδια, τους ελαιώνες, τα οπωροφόρα δένδρα, τα αμπέλια, τα νερά και, από την άλλη, η θάλασσα, που της απέφερε πλούτο, συντέλεσαν ώστε να αποτελέσει η Τραπεζούντα ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα του εγχώριου αλλά και του διεθνούς εμπορίου.8 Επιπλέον τα βουνά με τις απότομες χαράδρες που υψώνονταν πάνω από τη θάλασσα πρόσφεραν στην πόλη την απαραίτητη ασφάλεια. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας αποτέλεσε το τελευταίο ελληνικό μεσαιωνικό κράτος που καταλήφθηκε από τους Τούρκους.9

4. Οχυρώσεις

Από το όρος Μίθριον ξεκινούσαν δύο βαθιά φαράγγια που απέληγαν στη θάλασσα, όπου βρισκόταν το μικρό αυτοκρατορικό λιμάνι, και η πόλη αποτελούσε μια στενή νησίδα βράχου που χωριζόταν χάρη στα φαράγγια από τα δυτικά και τα ανατολικά προάστιά της. Tο τειχισμένο τμήμα της πόλης αποτελούνταν από τρεις συνδεδεμένες αλλά αυτόνομες υποδιαιρέσεις, την κάτω πόλη, τη μεσαία και την ακρόπολη. Κάθε τειχισμένη υποδιαίρεση, που ανηφόριζε ξεκινώντας από τη θάλασσα, ήταν μικρότερη σε επιφάνεια και σε υψηλότερη στάθμη από την προηγούμενη και συνδεόταν με τις υπόλοιπες μέσω πυλών. Η κλασική και βυζαντινή Τραπεζούντα αποτελούνταν από τη μεσαία πόλη και την ακρόπολη, ενώ τα τείχη της κάτω πόλης είναι μεταγενέστερα και αποτελούν έργο του Αλεξίου Β΄ Μεγάλου Κομνηνού (1297-1330).10 Οι σελτζουκικές επιθέσεις, που είχαν προηγηθεί, απέδειξαν το περιορισμένο μέγεθος της ήδη τειχισμένης πόλης και επέβαλαν ως αναγκαία τη διεύρυνση των τειχών και στην κάτω πόλη.11

Το χαμηλότερο τμήμα, η κάτω πόλη, ή αλλιώς Εξώκαστρον, ήταν μια ευρεία, σχεδόν τετράγωνη έκταση που βρεχόταν στα βόρεια από τη θάλασσα. Το μεγαλύτερο τμήμα των τειχών της είναι ύστερης εποχής (περίπου 1302-1325). Ακριβώς νότια της κάτω πόλης και σε υψηλότερο επίπεδο βρισκόταν το δεύτερο τειχισμένο τμήμα της πόλης, η μεσαία πόλη, που οριοθετούνταν στα ανατολικά και τα δυτικά από βαθιά φαράγγια. Η επικοινωνία με τις ανατολικές και δυτικές περιοχές γινόταν πάνω από τα φαράγγια μέσω γεφυρών. Στις πηγές του 14ου και του 15ου αιώνα η μεσαία πόλη μνημονεύεται ως κάστρο ή αναφέρεται με τους προσδιορισμούς «μέγα» και «παλαιόν»,12 ενώ από το 16ο αιώνα γίνεται απλώς «μισό κάστρο»13 (στα τουρκικά Orta Hissar). Στην περιοχή αυτή υπήρχε η εκκλησία της Παναγίας Χρυσοκεφάλου.

Τα σπίτια σκαρφάλωναν από την κάτω προς τη μεσαία πόλη φτάνοντας μέχρι την ακρόπολη, δηλαδή το τρίτο τειχισμένο τμήμα της πόλης. Αντίθετα με την κάτω πόλη, που περιτειχίστηκε κατά την Υστεροβυζαντινή περίοδο, στις οχυρώσεις της μεσαίας πόλης και της ακρόπολης συναντούμε κατάλοιπα από τους Ρωμαϊκούς χρόνους (πριν από το 257 μ.Χ.).14 Κατά το 13ο αιώνα χτίστηκε μέσα στην ακρόπολη το παλάτι, ενώ κατά το 14ο ενδυναμώθηκαν και συμπληρώθηκαν τα προϋπάρχοντα αμυντικά έργα. Η ακρόπολη ή Κουλάς (στα τουρκικά Kule)15 καταλάμβανε το νότιο και υψηλότερο άκρο της τειχισμένης πόλης και χωριζόταν από τη μεσαία πόλη στα βόρεια μέσω ενός ισχυρού τοίχου. Το έδαφος από τη μεσαία πόλη προς την ακρόπολη ανηφόριζε με μια σειρά αλλεπάλληλων επιπέδων, με αποτέλεσμα η ακρόπολη να προστατεύεται σε κάθε πλευρά της από τεράστιους γκρεμούς. Κι ενώ στο βορρά προστατευόταν από ισχυρό τοίχο, στο νότο ήταν πιο ευπρόσβλητη γιατί, παρόλο που τα δύο φαράγγια που οριοθετούσαν τις άλλες πλευρές της συνέκλιναν, ουσιαστικά δεν είχαν σημείο συνάντησης. Το σχήμα της ακρόπολης ήταν συνεπώς τριγωνικό και η προσέγγισή της επιτυγχανόταν από το νότο μέσω μιας λωρίδας γης σαν γέφυρα. Εκεί ήταν τοποθετημένη μια πύλη-είσοδος που πλαισιωνόταν από δυνατούς πύργους. Πύλη εισόδου υπήρχε και στη βορειοανατολική πλευρά του τείχους. Παρά την αμυντική αδυναμία της νότιας πλευράς, πάντως, η ακρόπολη συνέχιζε να αποτελεί το απρόσβλητο οχυρό της πόλης.16

5. Χωροθέτηση και λειτουργίες του παλατιού

Στην ακρόπολη, η οποία αποτελούσε το τμήμα εκείνο της πόλης που ήταν κατεξοχήν συνδεδεμένο με την αυτοκρατορική εξουσία –αποκαλείται μάλιστα «διοικητικός περίβολος»–,17 βρίσκονταν τα ανάκτορα καθώς και τα σημαντικότερα κτήρια διοίκησης. Βασικός λόγος εγκατάστασης του διοικητικού κέντρου της πόλης στην ακρόπολη ήταν η αυξημένη ασφάλεια που εκείνη παρείχε. Πολύ λίγα γνωρίζουμε για τα κτήρια που στέγαζαν τις διάφορες διοικητικές λειτουργίες στις βυζαντινές πόλεις. Είναι πάντως φανερό πως η σειρά των κτηρίων που συνέθεταν το διοικητικό κέντρο των αρχαίων πόλεων αντικαταστάθηκε, κατά τους Βυζαντινούς χρόνους, από την κατοικία του τοπικού διοικητή ή από το παλάτι και τις εκκλησίες.18

Η νοτιοανατολική γωνία της ακρόπολης της Τραπεζούντας αποτελούσε, όπως αναφέραμε, το πιο αδύνατο σημείο της άμυνάς της και εκεί οι επιθέσεις υπήρξαν συχνότερες. Για την ενίσχυσή της μια σειρά από τα πιο γερά και ψηλά οικοδομήματα αναπτύχθηκαν στο χώρο αυτό. Προστατευόταν με αρκετά πολύπλοκο τρόπο, μέσω μιας διπλής πύλης εισόδου που περιλάμβανε ένα στενό πέρασμα. Όμως, το πιο δυνατό κτίσμα βρισκόταν αριστερά της εισόδου αυτής και ήταν ένας μεγάλος κι επιβλητικός πύργος με χοντρούς τοίχους, γνωστός ως ο πύργος του Ιωάννη Δ΄.19 Και το παλάτι δεν ήταν άσχετο με την αμυντική ενίσχυση της ακρόπολης, αφού χτίστηκε από τον Ανδρόνικο Α΄ στο πλαίσιο των έργων ενδυνάμωσης της κεντρικής ζώνης της ακρόπολης και ήταν επίσης τειχισμένο.

Το συγκρότημα των ανακτόρων που βρισκόταν σε αυτή την αριστερή πλευρά της νότιας εισόδου αποτελούσε μέρος του νότιου συμπλέγματος οικοδομημάτων. Οι αίθουσες και τα δωμάτια του παλατιού αναπτύσσονταν στη βορειοδυτική πλευρά μιας πλατείας, μιας κόρτης, γνωστής ως Επιφάνεια.20 Η πλατεία αυτή συνιστούσε ουσιαστικά τον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ της πύλης εισόδου και του παλατιού και πρέπει να αποτελούσε την πλατεία της ακρόπολης, ή «πλατεία του κάστρου»,21 καθώς και το νότιο τμήμα του παλατιού. Κατά τους Βυζαντινούς χρόνους πρέπει συνεπώς να ήταν ο χώρος όπου εξελισσόταν η κοινωνική και πολιτική ζωή της πόλης. Όλα τα σημαντικά δωμάτια του ανακτόρου πάντως ήταν προσανατολισμένα προς το δυτικό φαράγγι, δείχνοντας πως το παλάτι είχε σχεδιαστεί για να έχει κύριο μέτωπο προς τα δυτικά, ενώ στα νότια του παλατιού είδαμε πως βρισκόταν η πλατεία της ακρόπολης και στα ανατολικά υπήρχε δρόμος.

6. Αρχιτεκτονική περιγραφή

Το παλάτι της Τραπεζούντας περιγράφεται στο έργο του καρδινάλιου Βησσαρίωνος Εγκώμιον Τραπεζούντος, το οποίο χρονολογείται στις αρχές του 15ου αιώνα.

Ο Βησσαρίων ξεκινά την περιγραφή του τονίζοντας την οχυρωματική ικανότητα των βασιλικών διαμερισμάτων, λέγοντας πως στην ουσία δεν αποτελούν τα ίδια κάτι λιγότερο από μια ακρόπολη, αφού υπερέχουν των υπόλοιπων κτηρίων ως προς τη δύναμη των τοίχων τους και την ποικιλία, το μέγεθος και την ομορφιά της κατασκευής τους. Ο δυτικός τοίχος του παλατιού συμπίπτει με το τείχος της ακρόπολης μέχρι το ύψος δύο ορόφων. Από εκεί και πάνω συνεχίζει ο τοίχος μόνο για το παλάτι για ύψος ίσο με αυτό του κοινού τοίχου και διαμορφώνει τη δυτική όψη του παλατιού. Μετά τους δύο ορόφους υψώνονται επίσης αμυντικοί πύργοι. Οι υπόλοιποι τοίχοι του παλατιού απλώνονται στο εσωτερικό της ακρόπολης καταλαμβάνοντας πάνω από το μισό ωφέλιμο χώρο της, ο οποίος παραχωρείται στο παλάτι. Και αυτοί οι τοίχοι, όπως ο δυτικός, συμβάλλουν στην αντιμετώπιση των εισβολέων και τη διαφύλαξη του παλατιού. Διαθέτουν τρεις εισόδους, δύο πύλες και άλλη μία μικρότερη (ιδιωτική είσοδος), οι οποίες επαρκούν για την απώθηση των εισβολέων.22 Επιπλέον, το παλάτι περιτριγυρίζεται από τάφρους μεγάλες και βαθιές, που ενισχύουν την άμυνά του.23

Σε κάθε πλευρά των περιμετρικών τοίχων υπάρχει ένας χώρος για τα δωμάτια των υπηρετών του αυτοκράτορα, ενώ το ίδιο το παλάτι υψώνεται στο κέντρο σε πλάτωμα και διαθέτει μια μνημειώδη είσοδο προσβάσιμη με σκαλοπάτια. Το παλατινό σύνολο περιλαμβάνει, εκτός από την αυτοκρατορική κατοικία και τις κατοικίες της αυλής του αυτοκράτορα, το θησαυροφυλάκιο, τα αρχεία και τις υπόλοιπες υπηρεσίες της κυβέρνησης.

Εισερχόμενος κανείς στο παλάτι συναντά στη μια πλευρά μεγαλόπρεπους διαδρόμους και ευρύχωρες αίθουσες για μεγάλο αριθμό ατόμων. Οι αίθουσες περιβάλλονται από ξύλινους εξώστες στραμμένους προς όλες τις κατευθύνσεις, οι οποίοι έχουν θέα προς τη θάλασσα και τα βουνά.24 Στην άλλη πλευρά απλώνεται ένα μεγάλο μακρόστενο και όμορφο οικοδόμημα με δάπεδο εξολοκλήρου στρωμένο από λευκό μάρμαρο και με οροφή με λαμπερή διακόσμηση χάρη στο χρυσό και τα υπόλοιπα χρώματα. Όλη η οροφή καλύπτεται με απαστράπτοντα αστέρια που αναπαριστούν τον ουράνιο θόλο, ο οποίος αποδίδεται με εξαιρετική τέχνη. Οι περιμετρικοί τοίχοι κοσμούνται από πορτρέτα των αυτοκρατόρων της χώρας, αλλά και των προγόνων τους, καθώς και αναπαραστάσεις των κινδύνων που πέρασε η πόλη και των εχθρών της.

Πάνω από αυτή την πλούσια διακοσμημένη αίθουσα, στην άκρη του επιμήκους κτηρίου, βρισκόταν το μεγάλο δωμάτιο του συμβουλίου του αυτοκράτορα, όπου ο βασιλιάς ασχολούνταν με τις υποθέσεις της κυβέρνησης και δεχόταν τους υπουργούς και τους πρέσβεις. Το δωμάτιο αυτό, που είναι στρωμένο με λευκό μάρμαρο, αποτελείται από έναν εξώστη / βήμα που στεγάζεται με πυραμιδοειδή οροφή η οποία στηρίζεται σε τέσσερις μονολιθικές κολόνες επίσης από λευκό μάρμαρο. Οι υπήκοοι απομονώνονταν από τον αυτοκράτορα μέσω ενός κιγκλιδώματος.

Πιο πάνω, κοντά στο δωμάτιο του συμβουλίου, βρίσκεται ένας άλλος αυτοκρατορικός χώρος, ο οποίος είναι ένα περίστυλο στεγασμένο δωμάτιο με αξιοσημείωτο πλάτος και ύψος, διακοσμημένο με τοιχογραφίες, στο οποίο ανέβαινε ο βασιλιάς χρησιμοποιώντας τα σκαλοπάτια προκειμένου να παραθέσει επίσημα γεύματα στους υπουργούς και σε άλλους επίσημους. Πρόκειται για το δωμάτιο των συμποσίων. Πιο πέρα ακόμα βρίσκεται το κτήριο της βιβλιοθήκης. Σε αυτό φυλάσσονταν τα διπλώματα, τα χειρόγραφα και τα βιβλία.25

Στην αριστερή πλευρά του παλατιού υπάρχει σειρά δωματίων, εκ των οποίων ένα ξεχωρίζει. Στο δωμάτιο αυτό εικονίζονται σκηνές από τη δημιουργία του κόσμου και του ανθρώπου. Στη δεξιά πλευρά του παλατιού υπάρχουν πολλές αίθουσες, προθάλαμοι, εξώστες και κοιτώνες που χωρίζονται μέσω κιονοστοιχιών. Όλοι αυτοί οι χώροι είναι επιμελημένοι και μεγάλου μεγέθους.

Στη δεξιά πλευρά υπάρχει μία εκκλησία μικρή σε μέγεθος αλλά με τοιχογραφίες εξαίρετης ομορφιάς, η οποία αποτελεί πιθανόν το βασιλικό παρεκκλήσιο.

7. Ταύτιση χώρων – Κρίσεις

Οι περιγραφές των ιστορικών μάς δίνουν μια ιδέα της μεγαλοπρέπειας του παλατιού, το οποίο είναι επίσης γνωστό ως Χρυσό Παλάτι των Κομνηνών.26 Ό,τι παραμένει σήμερα από το παλάτι –οχυρωματικοί τοίχοι, τόξα, ανοίγματα– συνεχίζει να δείχνει εντυπωσιακό για τον επισκέπτη που πλησιάζει από τη θάλασσα. Kι από κοντά το παλάτι είναι ακόμα πιο εντυπωσιακό λόγω της δυσπρόσιτης θέσης του στο βράχο, όπου υψώνονται επιβλητικά οι τοίχοι του.

Σύμφωνα με τον Beylié, η συνολική διάταξη του παλατιού εμφανίζει μεγάλη ομοιότητα με το ανάκτορο των Μαγγάνων στην Κωνσταντινούπολη. Οι χρήσεις των δύο αυλών καθώς και τα λειτουργικά αξιώματα και οι τίτλοι των αξιωματούχων παρουσιάζουν πολλά κοινά.27

Μια εξέταση της κάτοψης του παλατιού, όπως αυτή παρουσιάζεται από τους Bryer και Winfield ή από το Rice, δείχνει πως το παλάτι χτίστηκε με δυτικό προσανατολισμό. Επίσης τα πιο σημαντικά δωμάτιά του κοιτούν τη δυτική χαράδρα και πιθανώς αυτά βρίσκονταν στους πάνω ορόφους, όπως δείχνουν τα επεξεργασμένα πέτρινα πλαίσια των παραθύρων που διασώθηκαν.

Πάντως είναι δύσκολο μόνο με τις κατόψεις και την κειμενική περιγραφή του παλατιού που διαθέτουμε να ταυτίσουμε τους χώρους όπως περιγράφονται από το Βησσαρίωνα. Τα σχέδια που παρουσιάζουν οι Bryer και Winfield και ο Rice ακολουθούν τις ίδιες αναλογίες. Χωροθετούν το παλάτι σε ένα δεύτερο τομέα στα βόρεια της πλατείας Επιφάνειας σε κάποια απόσταση από τον πρώτο τομέα της κεντρικής πύλης. Το παλάτι είναι διευθετημένο έτσι ώστε να στρέφεται κυρίως προς τη δύση. Ένας τρίτος τομέας του παλατιού βρίσκεται προς το βορρά.

Ο Rice επιχειρεί κάποιες ταυτίσεις χώρων. Ο πρώτος χώρος που συναντούμε πρέπει, σύμφωνα με αυτόν, να ήταν η αίθουσα υποδοχής που προσέγγιζε κανείς μέσω της μνημειώδους σκάλας. Απέναντί του αριστερά ο σχεδόν τετράγωνος χώρος μπορεί να ήταν, σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, το υπνοδωμάτιο της αυτοκράτειρας Θεοδώρας. Ο μεγαλύτερος χώρος, που βρίσκεται βορειοδυτικά, κατά μήκος του τείχους, πιθανόν ήταν η αίθουσα συμβουλίων με την πυραμιδοειδή οροφή. Δίπλα σε αυτή την αίθουσα βρισκόταν ο χώρος συμποσίων και η βιβλιοθήκη. Υπάρχει κι ένα άλλο τμήμα του παλατιού μεγάλων διαστάσεων που βρίσκεται βόρεια, σε χαμηλότερο επίπεδο, και δεν μπορεί να ταυτιστεί. Γενικά είναι αδύνατο να βεβαιώσει κανείς ποια δωμάτια κατοικούνταν από τον αυτοκράτορα και τα άλλα μέλη της βασιλικής οικογένειας. Και ο Rice δεν παραλείπει να επισημάνει ότι οι προτάσεις του είναι υποθετικές, λέγοντας πως μόνο μια ανασκαφή θα μπορούσε να βοηθήσει στην εξακρίβωση της πραγματικής ταυτότητας των δωματίων και να αποδώσει το ακριβές σχέδιο του παλατιού.

8. Χρονολόγηση

Στην ακρόπολη, και κυρίως στο νότιο άκρο της, βρέθηκαν οχυρώσεις των Ρωμαϊκών χρόνων, οι οποίες ίσως καταστράφηκαν μερικώς από τους Γότθους το 257 μ.Χ. Η πόλη ανακατασκευάστηκε αργότερα, πιθανόν τον 6ο αιώνα και ίσως τον 9ο και ύστερο 11ο αιώνα.

Την περίοδο 1204-1460 πραγματοποιήθηκαν μια σειρά από επιδιορθώσεις και προσθήκες στην ακρόπολη.28Αυτή την περίοδο η ακρόπολη εξωραΐστηκε με την προσθήκη του παλατιού. Συγκεκριμένα το 1223 γνωρίζουμε πως το παλάτι βρισκόταν μπροστά στην πλατεία Επιφάνεια, την επονομαζόμενη κόρτη. Αργότερα, μέσα στο 13ο αιώνα, ο Ανδρόνικος Α΄ Γίδων (1223-1235)29 ισχυροποίησε την κεντρική ζώνη της ακρόπολης και έχτισε το παλάτι. Κατά το 14ο αιώνα έγιναν ανακατασκευές και καθ’ ύψος επεκτάσεις του προηγούμενου έργου. Ίσως τότε χτίστηκε η νοτιοδυτική αίθουσα του παλατιού. Κι ίσως τότε διαμορφώθηκε η περίπλοκη κάτοψη της νότιας εισόδου. Αργότερα, πριν από το 1460,30 ο Ιωάννης Δ΄ ενίσχυσε τις οχυρώσεις με τον ομώνυμο πύργο, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις οθωμανικές απειλές.

Οι ανακατασκευές της ακρόπολης συνεχίστηκαν και κατά τα Οθωμανικά χρόνια.

9. Σημερινή κατάσταση

Τα ανάκτορα καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια αναταραχών στην Τραπεζούντα το 17ο αιώνα. Σήμερα σώζεται μέρος των τοίχων και των ανοιγμάτων των κτηρίων του παλατιού καθώς και τα πλατώματα πάνω στα οποία οικοδομήθηκαν. Ωστόσο, πολλά από τα ερείπια αυτά βρίσκονται ακόμα κάτω από σκουπίδια και χαλάσματα και χρησιμεύουν ως λατομείο.

Μέχρι σήμερα τα ερείπια του παλατιού που σώζονται δεν έχουν μελετηθεί επαρκώς. Η κύρια γραπτή πηγή που διαθέτουμε συνεχίζει να είναι η περιγραφή του Βησσαρίωνα. Η μη διενέργεια ανασκαφής δυσχεραίνει την εμπεριστατωμένη μελέτη των ερειπίων και κατά συνέπεια την ακριβέστερη αρχιτεκτονική παρουσίαση του έργου.



1. Σε σχεδόν όλες τις βυζαντινές πόλεις μπορούμε να εντοπίσουμε μια τέτοια διευθέτηση με αυτόνομη ακρόπολη που περιλαμβάνει περιστασιακά πύργους. Αυτή η διευθέτηση σχετίζεται με τη μοναστηριακή οργάνωση, βλ. Bouras, C., “City and village: Urban Design and Architecture”, Jahrbuch des Österreichischen Byzantinistik 31:2 (1981), σελ. 642-643.

2. Για την οργάνωση της μεσαιωνικής πόλης του Μυστρά, βλ. Ορλάνδος, Α., Τα παλάτια και τα σπίτια του Μυστρά (Αθήνα 2000), σελ. 13-19, και Restle, M., Reallexikon zur Byzantinischen Kunst 43 (Stuttgart 1999), σελ. 404-416.

3. Για την οργάνωση των οχυρώσεων της Μαγνησίας Λυδίας, βλ. Foss, C., “Late byzantine fortifications in Lydia”, Jahrbuch der Österreichischen Byzantinistik 28 (1979), σελ. 306-309.

4. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η διάσωση των όρων που χαρακτήριζαν τα τμήματα της μεσαιωνικής πόλης –κάστρο, χώρα– μέχρι τις μέρες μας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι μεσαιωνικοί οικισμοί των νησιών, της Πελοποννήσου κ.ά.

5. Λάμπρος, Σ., «Βησσαρίωνος εγκώμιον εις Τραπεζούντα», Νέος Ελληνομνήμων 13 (1916), σελ. 144-204.

6. Ιωάννης Ευγενικός, «Εγκωμιαστική έκφρασις Τραπεζούντος», Eusthathii Opuscula. Trapezuntinae Historiae Scriptore Panaretus et Eugenicus (Francofurti ad Moenum, Theophil Lucas Frider Tafel, 1832), σελ. 370-373.

7. Μιχαήλ Πανάρετος, «Περί των Μεγάλων Κομνηνών», Αρχείον Πόντου 22 (1958), σελ. 5-128.

8. Βλ. Irmscher, J., “L’empire de Trébizonde entre l’Orient et l’Occcident”, Byzantinische Forschungen 25 (1999), σελ. 243-247.

9. Η Τραπεζούντα καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς το 1461.

10. Η οχύρωση της κάτω πόλης ολοκληρώθηκε από τον Αλέξιο B΄ το 1324.

11. Βλ. Bryer, Α. – Winfield, D., The byzantine monuments and topography of the Pontos 1 (Dumbarton Oaks Research Library and Collection 20, Washington 1985), σελ. 182-183.

12. Βλ. Bryer, Α. – Winfield, D., The byzantine monuments and topography of the Pontos 1 (Dumbarton Oaks Research Library and Collection 20, Washington 1985), σελ. 183.

13. Το μισό χρησιμοποιείται με την έννοια του μικρού, αφού εκεί κατοικούσαν πλέον μόνο 41 οικογένειες.

14. Το τείχος της κάτω πόλης είναι αυτό που χτίστηκε τελευταίο. Τα τείχη των άλλων δύο τμημάτων της πόλης χρονολογούνται πριν από το 257 μ.Χ. (καταστροφή από τους Γότθους) και ακολουθούνται από περισσότερες φάσεις, με πιθανές ανακατασκευές τον 6o, 9o και ύστερο 11o αιώνα.

15. O Πανάρετος, όταν αναφέρεται στην ακρόπολη, την ονομάζει Κουλά, βλ. Μιχαήλ Πανάρετος, «Περί των Μεγάλων Κομνηνών», Αρχείον Πόντου 22 (1958), σελ. 65, 69, 78, 124.

16. Εξάλλου, κατά τους Bryer και Winfield από μόνος του «ο βράχος είναι μια ολοφάνερη ακρόπολη». Bryer, Α. – Winfield, D., The byzantine monuments and topography of the Pontos 1 (Dumbarton Oaks Research Library and Collection 20, Washington 1985), σελ. 183.

17. Σύμφωνα με τους Bryer, Α. – Winfield, D., The byzantine monuments and topography of the Pontos 1 (Dumbarton Oaks Research Library and Collection 20, Washington 1985), σελ. 184.

18. Βλ. Bouras, C., “City and village: Urban Design and Architecture”, Jahrbuch des Österreichischen Byzantinistik 31:2 (1981), σελ. 645-651.

19. Αυτός ο ισχυρός πύργος πήρε τη θέση ενός παλαιότερου που βρισκόταν πιο βόρεια. Χτίστηκε από τον Ιωάννη Δ΄ προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι οθωμανικές απειλές.

20. Βλ. Ιωάννης Λαζαρόπουλος, «Έτι σύνοψις των του αγίου θαυμάτων μερική εκ των πλείστων», Παπαδόπουλος- Κεραμεύς, Α. (επιμ.), Fontes Historiae Imperii Trapezuntini I (Petropoli 1897), σελ. 120.

21. Αναφορά του F. Odoric το 1318 που μεταφέρεται από τους Bryer, Α. – Winfield, D., The byzantine monuments and topography of the Pontos 1 (Dumbarton Oaks Research Library and Collection 20, Washington 1985), σελ. 184.

22. Κατά τον Texier, η είσοδος ήταν προφυλαγμένη με γερές σιδερένιες πόρτες. Δεν ξέρουμε όμως ποια είσοδο εννοεί, βλ. Texier, C., L’architecture byzantine ou Recueil de monuments des premiers temps du christianisme en Orient précédé de recherches historiques et archéologiques (Londres 1864), σελ. 223-224.

23. Αυτή την πληροφορία μάς δίνει ο Texier, C., L’architecture byzantine ou Recueil de monuments des premiers temps du christianisme en Orient précédé de recherches historiques et archéologiques (Londres 1864), σελ. 223-224.

24. Κατά το Rice, αυτοί οι ξύλινοι εξώστες δεν πρέπει να διέφεραν πολύ από αυτούς που συναντούμε στα ερειπωμένα μοναστήρια έξω από την Τραπεζούντα ή από τα πιο ευημερούντα μοναστήρια στον Άθω, βλ. Rice, D.T., Byzantine art and its influences. Collected Studies (London 1973), σελ. 48.

25. Σύμφωνα με τον Texier, ο Πανάρετος έγραψε στο χρονικό του για αυτή τη βιβλιοθήκη. Το 1462 έπεσε, γράφει, στα χέρια των Τούρκων και έμοιαζε εγκαταλελειμμένη. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε, κατά την κοινή γνώμη, στην Κωνσταντινούπολη, όπου και έμεινε κρυμμένη στη βιβλιοθήκη του ανακτόρου. Βλ. Texier, C., L’architecture byzantine ou Recueil de monuments des premiers temps du christianisme en Orient précédé de recherches historiques et archéologiques (Londres 1864), σελ. 224.

26. de Beylié, L., L’habitation byzantine. Recherches sur l’architecture civile des Byzantins et son influence en Europe (Grenoble – Paris 1902), σελ. 142.

27. de Beylié, L., L’habitation byzantine. Recherches sur l’architecture civile des Byzantins et son influence en Europe (Grenoble – Paris 1902), σελ. 142.

28. Για τη χρονολόγηση των μετατροπών και προσθηκών στην ακρόπολη και το παλάτι βλ. αναλυτικότερα Bryer, Α. – Winfield, D., The byzantine monuments and topography of the Pontos 1 (Dumbarton Oaks Research Library and Collection 20, Washington 1985), σελ. 184, 195.

29. O Πανάρετος λέει πως το 1376 το παλάτι ήταν γνωστό ως «το παλάτι του αυτοκράτορα Ανδρόνικου του Μεγάλου Κομνηνού. Βλ. Μιχαήλ Πανάρετος, «Περί των Μεγάλων Κομνηνών», Αρχείον Πόντου 22 (1958), σελ. 78. Πιο πιθανό είναι να πρόκειται για τον Ανδρόνικο Α΄ Γίδωνα, ο οποίος πολέμησε ενάντια στο Melik το 1223 και η ταφή του έγινε στην εκκλησία της Παναγίας Χρυσοκεφάλου, και λιγότερο πιθανό να είναι οι επόμενοι αυτοκράτορες Ανδρόνικος Β΄ (1263-1266) ή Ανδρόνικος Γ΄ (1330-1332).

30. Δύο ημερομηνίες είναι πιθανές για το χρόνο θανάτου του Ιωάννη Δ΄, το 1458 και το 1460. Η επικρατούσα ημερομηνία είναι το 1458. Βλ. Bryer, A. – Winfield, D., The byzantine monuments and topography of the Pontos 1 (Dumbarton Oaks Research Library and Collection 20, Washington 1985), σελ. 184.