Φάρασα

1. Ανθρωπογεωγραφία – Ιστορία

Παλιός ορεινός οικισμός του ανατολικού τμήματος της Καππαδοκίας, χτισμένος σε υψόμετρο 1.050 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Ο οικισμός, που σήμερα φέρει το όνομα Çamlıca, είναι χτισμένος στη συμβολή της οροσειράς του Αλαντάγ, που βρίσκεται στα δυτικά του, με τον Αντίταυρο στα ανατολικά, καθώς και κοντά στη συμβολή του Σαμαντί με τον παραπόταμό του Κούσντερε. Η φυσική διαμόρφωση του χώρου φαινομενικά θα έπρεπε να δυσχεραίνει την επικοινωνία των Φαράσων με τον έξω κόσμο. Στην πράξη όμως κάτι τέτοιο δε συνέβαινε. Τα Φάρασα βρίσκονταν πάνω στο δρόμο Καισάρεια-Άδανα, ενώ από την πλευρά του Αλάνταγ υπήρχαν κάποια, έστω και στενά περάσματα που οδηγούσαν προς τη Νίγδη. Επομένως, μολονότι τα Φάρασα ήταν απομακρυσμένα από τα αστικά κέντρα της περιοχής, επικοινωνούσαν οδικώς με αρκετά από αυτά.

Το όνομα Φάρασα αποτελεί πιθανότατα την τουρκική εκδοχή του ελληνικού ονόματος Βαρασσός, το οποίο απαντάται στην περιοχή από την Αρχαιότητα.1 Η ύπαρξη χριστιανικού πληθυσμού στην περιοχή γύρω από τον οικισμό είναι πολύ παλιά, όπως μαρτυρούν τα ερειπωμένα χωριά που βρίσκονται σε αυτή και στα οποία υπάρχουν ερείπια εκκλησιών. Τα ίδια τα Φάρασα κατοικούνταν σχεδόν αποκλειστικά από χριστιανούς ορθόδοξους, ενώ αναφέρονται και ελάχιστες οικογένειες μουσουλμάνων.2 Συγκεκριμένα, το 1905 ο χριστιανικός πληθυσμός των Φαράσων υπολογίζεται σε 1.600 άτομα, για να μειωθεί στην αμέσως επόμενη περίοδο και να φθάσει τα 583 άτομα ή τις 204 οικογένειες το 1924.3 Αυτή τη χρονική στιγμή οι μουσουλμάνοι κάτοικοι των Φαράσων έφθαναν μόλις τους 15.4

Είναι πολύ πιθανό ότι οι Ρωμιοί των Φαράσων εγκαταστάθηκαν εκεί σχετικά αργά –ότι δηλαδή δεν πρόκειται για αδιάλειπτη κατοίκηση με μεγάλο χρονικό βάθος– προκειμένου να εκμεταλλευτούν τα μεταλλεία που υπήρχαν στην περιοχή. Το κλείσιμο των μεταλλείων, το οποίο τοποθετείται χρονικά γύρω στο 1873, σε συνδυασμό με τις διοικητικές αυθαιρεσίες του μπέη των Φαράσων Καζάνογλου, προκάλεσε τη μετανάστευση σημαντικού μέρους του πληθυσμού. Πολλοί Φαρασλήδες εγκαταστάθηκαν ξανά κοντά σε μεταλλεία, δημιουργώντας έτσι μια ομάδα χωριών με κέντρα το Αφσάρ και το Φκόσι. Αρκετοί, όμως, κατευθύνθηκαν προς κέντρα της ευρύτερης περιοχής, όπως ήταν η Καισάρεια, η Μερσίνα, το Ικόνιο, η Νίγδη, το Ταλάς και το Ζιντζίντερε.5

Οι Ρωμιοί των Φαράσων μιλούσαν ελληνικό γλωσσικό ιδίωμα, το οποίο διέφερε από τα υπόλοιπα καππαδοκικά, και παρουσίαζε αρκετές ομοιότητες με τα ποντιακά.6 Αν και δε διαθέτουμε αδιάψευστα στοιχεία, δεν αποκλείεται αυτές οι ομοιότητες να εξηγούνται από την ενασχόληση των κατοίκων με τα μεταλλεία. Οι μεταναστεύσεις των Πόντιων μεταλλωρύχων προς αναζήτηση νέων μεταλλείων είναι άλλωστε πολύ γνωστές. Ευκολότερα φαίνεται πως εξηγούνται οι επιρροές από τα τουρκικά, καθώς οι Φαρασώτες εκτός από τα ελληνικά μιλούσαν και καραμανλίδικα.7

Μέρος του χωριού ήταν χτισμένο πάνω σε ένα μεγάλο βράχο από ασβεστολιθικό πέτρωμα, το οποίο προφανώς προκάλεσε και τη διαίρεσή του σε δύο μαχαλάδες, τον πάνω και τον κάτω. Στο υψηλότερο σημείο του βράχου υπήρχε ένα φρούριο. Όσον αφορά την αρχιτεκτονική των σπιτιών επρόκειτο για λαξευτά αλλά και κτιστά οικοδομήματα. Τα πρώτα ήταν κυρίως μικρές μονόχωρες κατασκευές, αλλά και βαθιά υπόγεια τα οποία χρησίμευαν κατά κύριο λόγο ως αποθηκευτικοί χώροι και βρίσκονταν είτε κάτω από τα υπέργεια σπίτια είτε μακριά από αυτά.8

2. Οικονομία

Η κύρια ασχολία των κατοίκων πριν από το 1873 ήταν τα μεταλλεία που βρίσκονταν στην περιοχή. Δε γνωρίζουμε με σαφήνεια ούτε το είδος ούτε την ακριβή θέση των μεταλλείων. Υποθέτουμε όμως ότι πρόκειται για τα μεταλλεία σιδήρου στο Karahisari Develi.9 Μετά το κλείσιμό τους όσοι παρέμειναν στην περιοχή αναγκάστηκαν να επαναπροσδιορίσουν τις οικονομικές τους δραστηριότητες.

Μεγάλο μέρος των κατοίκων ασχολούνταν με τη γεωργία, χωρίς όμως αυτή να αποτελεί την κύρια δραστηριότητά τους. Κάτι τέτοιο άλλωστε δε θα ήταν εφικτό, αφού το έδαφος δεν παρείχε τη δυνατότητα ανάπτυξης αξιόλογης αγροτικής παραγωγής, ικανής για την κάλυψη των διατροφικών αναγκών των κατοίκων. Καλλιεργούσαν δημητριακά, αμπέλια, όσπρια, οπωροφόρα δέντρα, καθώς και τζεχρί για την παραγωγή βαφών. Αναφέρεται επίσης η ύπαρξη μικρής οικόσιτης κτηνοτροφίας, η οποία εξυπηρετούσε τις ανάγκες της αυτοκατανάλωσης και τέλος μικρής κλίμακας ενασχόληση με τη μελισσοκομία.10

Οι Φαρασώτες ήταν σε μεγάλο βαθμό μικροεπαγγελματίες, οι οποίοι πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους είτε σε καταστήματα που διατηρούσαν στα ίδια τα Φάρασα είτε ως γυρολόγοι και μετακινούμενοι τεχνίτες στα γύρω χωριά. Αρκετοί από αυτούς έφθαναν και στις πεδιάδες της Κιλικίας, ιδιαίτερα σε περιόδους έξαρσης των εργασιών που σχετίζονταν με την καλλιέργεια του βαμβακιού και με το θερισμό των σιτηρών. Η εποχιακή αυτή μετακίνηση αφορούσε και τα δύο φύλα. Οι γυναίκες όμως που πήγαιναν εκεί εργάζονταν κάποτε και ως υπηρέτριες. Δεν έλειπαν, τέλος, και εκείνοι που κατευθύνθηκαν προς μεγάλα αστικά κέντρα των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας, κυρίως τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη, αν και αυτή η επιλογή σίγουρα δεν ήταν η πιο συνηθισμένη.11

3. Κοινωνία – Θεσμοί

3.1. Διοικητικό καθεστώς

Τα Φάρασα ήταν μουχταρλίκι το οποίο ανήκε διαδοχικά στο μουδουρλίκι Ντέβελι, το καϊμακαμλίκι του Έβερεκ, το μουτεσαριφλίκι της Καισαρείας και το βαλελίκι της Άγκυρας.12 Η κοινοτική τους οργάνωση παρέμεινε μέχρι τέλους μάλλον παραδοσιακή, καθώς αναπτύχθηκαν μόνο όσοι θεσμοί ήταν απαραίτητοι για την ομαλή ένταξη του οικισμού στο διοικητικό μηχανισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σε καθέναν από τους δύο μαχαλάδες στους οποίους διαιρούνταν το χωριό εκλεγόταν διά βοής ένα εξαμελές κοινοτικό συμβούλιο. Από αυτά τα δύο συμβούλια οριζόταν το ανώτερο διοικητικό σώμα των Φαράσων, το επονομαζόμενο μουχταρλίκ ή μετζλίς, και το οποίο αποτελούνταν από τον επικεφαλής της κοινότητας, τον εβέλ μουχτάρη, τον δεύτερο τη τάξει σανή μουχτάρη και τους συμβούλους τους, τους επονομαζόμενους και κεχαγιάδες ή αζάδες. Οι μουχτάρηδες ήταν επιφορτισμένοι με τη συλλογή των φόρων, τη φροντίδα για τη δημόσια ασφάλεια, τον έλεγχο τιμών και εμπορευμάτων που διακινούνταν στην τοπική αγορά και τέλος με την κατανομή του νερού. Στα καθήκοντά τους τους βοηθούσαν λιγοστοί κοινοτικοί υπάλληλοι, όπως π.χ. ο αγροφύλακας και ο υπεύθυνος για τη βοσκή των ζώων.

Ιδιαίτερα σημαντικός για τη λειτουργία της κοινότητας ήταν και ο ρόλος της Εκκλησίας. Ο ιερέας, συχνά σε συνεργασία με τους κοινοτικούς αξιωματούχους, ήταν υπεύθυνος για τη διαχείριση της κοινοτικής περιουσίας, η οποία περιλάμβανε καλλιεργήσιμες εκτάσεις, εκκλησιαστικά αντικείμενα και χρήματα, καθώς και για τη διαχείριση των λιγοστών κοινοτικών ιδρυμάτων, ενός ναού και ενός υποτυπώδους σχολείου.

3.2. Θρησκεία

Εκκλησιαστικά τα Φάρασα ανήκαν στη μητρόπολη Καισαρείας. Σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες οι κάτοικοι ήταν υποχρεωμένοι να συνεισφέρουν ένα γρόσι το άτομο ετησίως ως «κανονικά», όπως ονόμαζαν την εισφορά τους στη μητρόπολη.13 Στο χωριό υπήρχε ένας ναός, ο οποίος βρισκόταν στον κάτω μαχαλά.

Όσοι από τους κατοίκους ήταν σε θέση να ανταποκριθούν στα αντίστοιχα έξοδα θεωρούσαν υποχρέωσή τους να ταξιδέψουν στους Αγίους Τόπους και να λάβουν τον τίτλο του χατζή. Το χατζηλίκι, όπως είχε επικρατήσει να ονομάζεται το συγκεκριμένο ταξίδι, ήταν αρκετά διαδεδομένο και αφορούσε τόσο τους άνδρες όσο και τις γυναίκες. Οι προσκυνητές αναχωρούσαν ομαδικά, συνοδευόμενοι συνήθως από έναν ιερέα του χωριού, την Καθαρά Δευτέρα, περνούσαν τις ημέρες του Πάσχα στα Ιεροσόλυμα, βαφτίζονταν συμβολικά στον Ιορδάνη και ξεκινούσαν το ταξίδι της επιστροφής μετά την Κυριακή του Θωμά.14 Το ταξίδι μαζί με όλες τις τελετουργίες που το συνόδευαν ήταν γεγονός αποφασιστικής σημασίας τόσο για τους ίδιους τους προσκυνητές όσο και για την κοινότητα.

3.3. Εκπαίδευση

Η φροντίδα για την εκπαίδευση παρέμενε στα χέρια της Εκκλησίας και έτσι ο ιερέας του χωριού ήταν υπεύθυνος για τη λειτουργία του μοναδικού σχολείου, το οποίο και χτίστηκε με τη δωρεά κάποιου Φαρασώτη που είχε μεταναστεύσει στη Σμύρνη. Σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες το σχολείο θα πρέπει να ήταν σε λειτουργία τουλάχιστον από το 1874 μέχρι και την Ανταλλαγή. Φαίνεται όμως ότι, με εξαίρεση την περίοδο 1906-1912, αντιμετώπιζαν κατά καιρούς προβλήματα στη στελέχωσή του με ικανούς δασκάλους. Οι μαθητές διδάσκονταν την ελληνική γλώσσα, εκκλησιαστική ιστορία και αριθμητική. Στην τελευταία περίοδο πριν από την Ανταλλαγή προστέθηκαν και άλλα μαθήματα, όπως η τουρκική γλώσσα και η γυμναστική.15




1. Α.Κ.Μ.Σ., Φάρασα, ΚΠ 344· Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι.-1919. Οι Ελληνορθόδοξες Κοινότητες: Από το Μιλλέτ των Ρωμιών στο Ελληνικό Έθνος2 (Αθήνα 1998), σελ. 185. Σε χάρτη του Kiepert απαντάται και η εκδοχή Farash, βλ. Αναγνωστοπούλου, Σ., ό.π., σελ. 185. Ο Κύριλλος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Ιστορική περιγραφή του εν Βιέννη προεκδοθέντος χωρογραφικού πίνακος της μεγάλης αρχισατραπίας Ικονίου (Κωνσταντινούπολη 1815), σελ. 15, αναφέρει και την εκδοχή Φαρασόνι. Αποδίδει, μάλιστα, το όνομα του οικισμού σε παρήχηση του ονόματος ενός ναού που βρίσκεται στην περιοχή και είναι αφιερωμένος στους μάρτυρες Ιωνά και Βαραχήσιο.

2. Α.Κ.Μ.Σ., Φάρασα, ΚΠ 344.

3. Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι.-1919. Οι Ελληνορθόδοξες Κοινότητες: Από το Μιλλέτ των Ρωμιών στο Ελληνικό Έθνος2 (Αθήνα 1998), σελ. 663.

4. Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι.-1919. Οι Ελληνορθόδοξες Κοινότητες: Από το Μιλλέτ των Ρωμιών στο Ελληνικό Έθνος2 (Αθήνα 1998), σελ. 663.

5. Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι.-1919. Οι Ελληνορθόδοξες Κοινότητες: Από το Μιλλέτ των Ρωμιών στο Ελληνικό Έθνος2 (Αθήνα 1998), σελ. 167, 663.

6. Ανδριώτης, Ν.Π., Το Γλωσσικό Ιδίωμα των Φαράσων (Αθήνα 1948), σελ. 7-14.

7. Ανδριώτης, Ν.Π., Το Γλωσσικό Ιδίωμα των Φαράσων (Αθήνα 1948), σελ. 7-14 και Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι.-1919. Οι Ελληνορθόδοξες Κοινότητες: Από το Μιλλέτ των Ρωμιών στο Ελληνικό Έθνος2 (Αθήνα 1998), σελ. 663.

8. Α.Κ.Μ.Σ., Φάρασα, ΚΠ 345, κεφ. ΣΤ΄.

9. Faroqhi, S., Towns and townsmen in Ottoman Anatolia: Trade, crafts and food-production in an urban setting, 1520-1650 (Cambridge 1984), σελ. 175, όπου δημοσιεύεται και ο χάρτης της Μικράς Ασίας με τα μεταλλεία που λειτουργούσαν στα τέλη του 16ου αιώνα.

10. Ασβεστή, Μ., Επαγγελματικές ασχολίες των Ελλήνων της Καππαδοκίας (Αθήνα 1980), σελ. 158.

11. Α.Κ.Μ.Σ., Φάρασα, ΚΠ 361· Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι.-1919. Οι Ελληνορθόδοξες Κοινότητες: Από το Μιλλέτ των Ρωμιών στο Ελληνικό Έθνος2 (Αθήνα 1998), σελ. 366· Ασβεστή, Μ., Επαγγελματικές ασχολίες των Ελλήνων της Καππαδοκίας (Αθήνα 1980), σελ. 157-160.

12. Α.Κ.Μ.Σ., Φάρασα, ΚΠ 344.

13. Α.Κ.Μ.Σ., Φάρασα, ΚΠ 344.

14. Λουκόπουλος, Δ. – Πετρόπουλος, Δ., Η Λαϊκή Λατρεία των Φαράσων (Αθήνα 1949), σελ. 53-57.

15. Σχετικά με την εκπαίδευση βλ. Α.Κ.Μ.Σ., Φάρασα, ΚΠ 353 και Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι.-1919. Οι Ελληνορθόδοξες Κοινότητες: Από το Μιλλέτ των Ρωμιών στο Ελληνικό Έθνος2 (Αθήνα 1998), σελ. 366-367.