Κύθνος

1. Ανθρωπογεωγραφία

Η Κύθνος (ή Θερμιά) ανήκει στο σύμπλεγμα των δυτικών Κυκλάδων και βρίσκεται ανάμεσα στην Κέα και τη Σέριφο. Απέχει 26 μίλια από το λιμάνι του Λαυρίου και 52 μίλια από τον Πειραιά. Συνδέεται ακτοπλοϊκώς και με τα δύο λιμάνια, αλλά και με τη Μύκονο και τη Σύρο. Το έδαφός της είναι εξαιρετικά άγονο, άνυδρο και ορεινό, με υψηλότερη κορυφή το όρος Κακόβολο (356 μ.). 'Εχει αρκετά διαμελισμένες ακτές που σχηματίζουν μικρούς υπήνεμους ορμίσκους, όπως το λιμάνι του Μέριχα στα δυτικά, αλλά και ήσυχες και όμορφες παραλίες. Γεωλογικά, οι δύο διαδοχικές οροσειρές του νησιού, αλλά και το έδαφός του γενικότερα, αποτελούνται από σκληρό γρανίτη, ενώ το υπέδαφος είναι σχετικά πλούσιο σε κοιτάσματα σιδήρου και χαλκού, γνωστά ήδη από την Αρχαιότητα.

2. Ιστορία

Η μυθολογία συνδέει την πρώτη κατοίκηση της Κύθνου με τους Δρύοπες, οι οποίοι ζούσαν στον Παρνασσό και είχαν καταφύγει στην Εύβοια μετά την εκδίωξή τους από τους Δωριείς. Έτσι ονόμασαν και το νησί Δρυοπίδα (σήμερα υπάρχει ομώνυμος οικισμός), ενώ η λέξη Κύθνος φέρεται πως προήλθε από το όνομα του βασιλιά τους Κύθνου. Αργότερα (8ος αι. π.Χ.), οι Ίωνες εκδίωξαν τους Δρύοπες και εγκαταστάθηκαν στο νησί.

Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα, η ανθρώπινη παρουσία στο νησί χρονολογείται από τα Πρωτοκυκλαδικά (3η χιλιετία π.Χ.) και τα Μυκηναϊκά Χρόνια (1600-1100 π.Χ.), αλλά τα ιστορικά χρόνια θεωρούνται η περίοδος ακμής του. Το βιβλίο του Αριστοτέλη Κυθναίων Πολιτεία περιγράφει την υποδειγματική αυτόνομη διοίκηση του νησιού, υποδηλώνοντας τη σημασία και την ανάπτυξή του, αλλά και την ευημερία και τον πλούτο των κατοίκων του κατά την Αρχαιότητα. Τον 5ο αι. π.Χ. η Κύθνος συμμετείχε στους Περσικούς πολέμους και κατόπιν εντάχθηκε στην Αθηναϊκή Συμμαχία, ενώ στους Ελληνιστικούς Χρόνους υποτάχθηκε στους Μακεδόνες, ακολουθώντας τη μοίρα όλων των γειτονικών νησιών, διατήρησε ωστόσο μέρος της παλιάς του αίγλης.

Οι Ρωμαίοι χρησιμοποίησαν το νησί ως σημαντικό εμπορικό σταθμό ως και τα Παλαιοχριστιανικά χρόνια, ενώ κατά τη Βυζαντινή περίοδο εντάχθηκε στο διοικητικό θέμα του Αιγαίου. Το 1207 καταλήφθηκε από τους Βενετούς και αποτέλεσε, μαζί με τα υπόλοιπα νησιά των Κυκλάδων, μέρος του δουκάτου του Αιγαίου υπό το Μάρκο Σανούδο, ενώ στο πλαίσιο των διαμαχών των κατακτητών, το 1337 πέρασε στην κυριαρχία της οικογένειας Γκοζαντίνι από την Μπολόνια. Το 1537 το νησί καταλήφθηκε από το Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα και οι Γκοζαντίνι παρέμειναν φόρου υποτελείς στον Οθωμανό σουλτάνο ως το 1566, όταν η διοίκηση του νησιού παραχωρήθηκε στον Εβραίο διπλωμάτη Ιωσήφ Νάζι. Μετά το θάνατο του τελευταίου το νησί ενσωματώθηκε διοικητικά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Με τους προνομιακούς ορισμούς των σουλτάνων Μουράτ Γ΄ το 1580 και Ιμπραήμ Α΄ το 1646, στην Κύθνο, όπως και στις άλλες Κυκλάδες, δημιουργήθηκαν συνθήκες που ευνόησαν την οικονομική και την πνευματική ανάπτυξη. Όπως και στην περίπτωση των υπόλοιπων Κυκλάδων, στη Κύθνο άνθησε ο θεσμός της κοινοτικής αυτοδιοίκησης. Στη διάρκεια του Ρωσο-οθωμανικού πολέμου (1768-1774) το νησί καταλήφθηκε από τη Ρωσία και επανακτήθηκε από τους Οθωμανούς μετά την υπογραφή της συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή.

Έλαβε ενεργό μέρος στην Επανάσταση του 1821 και συμπεριελήφθη μαζίμε τις άλλες Κυκλάδες στην επικράτεια του ελληνικού κράτους αμέσως μετά την ίδρυσή του. Το 19ο αιώνα αποτέλεσε πόλο έλξης πολλών επισκεπτών λόγω της φήμης των ιαματικών πηγών των Λουτρών, στις οποίες άλλωστε οφείλεται και το δεύτερο όνομα του νησιού (Θερμιά). Επιπλέον, την εποχή εκείνη σημειώθηκε και αξιόλογη ανάπτυξη της ναυτιλίας.

Το σημαντικότερο γεγονός της νεότερης ιστορίας του νησιού είναι η εξέγερση γνωστή ως «Κυθνιακά» (Φεβρουάριος 1862). Οι εξεγερμένοι, στην πλειοψηφία τους προερχόμενοι από τη Σύρο, προσπάθησαν ανεπιτυχώς να απελευθερώσουν πολιτικούς κρατούμενους που ήταν εξόριστοι στο νησί της Κύθνου μετά το αποτυχημένο κίνημά τους εναντίον του βασιλιά Όθωνα στο Ναύπλιο. Οι επαναστάτες συγκρούστηκαν με τα βασιλικά στρατεύματα στον όρμο της Αγίας Ειρήνης και κατατροπώθηκαν. Αρχικά τάφηκαν στο νησί, αργότερα όμως, μετά την έξωση του Όθωνα, μεταφέρθηκαν στο Α' Νεκροταφείο της Αθήνας.

Το 1941 η Κύθνος αρχικά εντάχθηκε στην ιταλική διοίκηση, στο πλαίσιο της κατοχής των ελληνικών εδαφών από τις Δυνάμεις του Άξονα. Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, το 1943, το νησί πέρασε υπό γερμανική κατοχή ως την απελευθέρωσή του το 1944.

Οι σημερινές ασχολίες των Κυθνίων σχετίζονται με τη γεωργία, την κτηνοτροφία, την αλιεία, τη ναυτιλία και, κατά τις τελευταίες δεακετίες, τον τουρισμό. Το κρασί και τα τυροκομικά προϊόντα είναι από τα πιο φημισμένα και ήταν ήδη γνωστά για την ποιότητά τους από την Αρχαιότητα.

3. Η Μεσολιθική περίοδος στην Κύθνο

Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει σε μία σχετικά άγνωστη περίοδο της Κύθνου, η οποία αποκαλύφθηκε ύστερα από πρόσφατες αρχαιολογικές έρευνες. Στη θέση Μαρουλάς, στη βορειοανατολική ακτή, έχουν εντοπιστεί οικισμός και νεκροταφείο της Μεσολιθικής Περιόδου (8η χιλιετία π.Χ.). Πρόκειται για την αρχαιότερη θέση των Κυκλάδων, που προστίθεται στις λίγες που έχουν εντοπιστεί στην υπόλοιπη Ελλάδα (Σπήλαιο Φράγχθι Αργολίδας, Γιούρα Αλοννήσου) και στοιχειοθετούν τη Μεσολιθική περίοδο, η οποία μεσολαβεί ανάμεσα στην Παλαιολιθική και τη Νεολιθική και αποτελεί το μεταβατικό στάδιο από την κυνηγετική, τροφοσυλλεκτική και μετακινούμενη δραστηριότητα του ανθρώπου στην ανάπτυξη μόνιμων οικισμών με κύριες ασχολίες τη γεωργία, την κτηνοτροφία και την αλιεία. Η μετάβαση αυτή, κομβική στην ιστορία της ανθρωπότητας, καθώς αλλάζει τον τρόπο ζωής των κοινωνιών, εγκαινιάζει μια μακρά περίοδο ακμής και ανάδειξης του Αιγαίου. Η θέση της Κύθνου και η γειτνίασή της με το σύγχρονο Σπήλαιο Φράγχθι και τη Μήλο, από όπου προμηθεύονταν τον πολύτιμο για την κατασκευή εργαλείων οψιανό, υπογραμμίζουν την ένταξη των Κυκλάδων σε αυτή τη μεταβατική φάση και τη συμμετοχή τους στις εξελίξεις της απώτερης προϊστορίας.


4. Αρχαιολογικοί χώροι και μνημεία

Ο σημαντικότερος αρχαιολογικός χώρος του νησιού είναι το Βριόκαστρο, στη δυτική ακτή, λίγο βορειότερα από το λιμάνι του Μέριχα, με συνεχή κατοίκηση από τα προϊστορικά χρόνια. Ταυτίζεται με την πόλη της αρχαίας Κύθνου (Κλασική, Ελληνιστική, Ρωμαϊκή περίοδος), από την οποία σώζονται τμήματα του ογκώδους τείχους και πολλών κτηρίων, ενώ στην κορυφή του λόφου έχει εντοπιστεί η οχυρωμένη ακρόπολη με θεμέλια ναών, ένας από τους οποίους πρέπει να ανήκε στη θεά Αφροδίτη. Λίγο βορειότερα βρέθηκε και το νεκροταφείο της πόλης.

Η θέση Μανδράκι είναι το αρχαίο επίνειο της πόλης, το οποίο διέθετε και οχύρωση. Η περιοχή αυτή είναι επισκέψιμη μέσω ενός δευτερεύοντος οδικού δικτύου (βατού χωματόδρομου) από τη Χώρα και το Μέριχα, και αξίζει να την επισκεφθεί κανείς για να αποκτήσει μια ιδέα για όλη την αρχαία ιστορία του νησιού. Σε πολλά σημεία, προσιτά μόνο μέσω μονοπατιών και χωματόδρομων, σώζονται αρχαίοι πύργοι και παρατηρητήρια, καθώς και πολλές αγροτικές εγκαταστάσεις, ενώ στη θέση Κάστελλος έχει εντοπιστεί οχυρωμένη αρχαϊκή ακρόπολη (7ος-6ος αι. π.Χ.). Ιδιαίτερη αξία έχουν τα λείψανα μεταλλουργικής δραστηριότητας (εγκαταστάσεις εκκαμίνευσης και τμήματα καμινιών) της Πρωτοκυκλαδικής περιόδου, καθώς και ένα μικρό σύνολο εργαλείων, τα οποία δείχνουν ότι κατά την περίοδο αυτή το νησί στήριζε την οικονομία του στην εκμετάλλευση των κοιτασμάτων χαλκού.

5. Μουσεία

Υπάρχουν δύο μουσεία στη Δρυοπίδα της Κύθνου, το μικρό Βυζαντινό Μουσείο που στεγάζεται στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, και το Λαογραφικό Μουσείο, όπου εκτίθενται δείγματα του υλικού πολιτισμού και της καθημερινής ζωής του νησιού (φορεσιές, εργαλεία κ.ά.).

6. Αρχιτεκτονική

Η πρωτεύουσα Κύθνος (ή Μεσαριά) βρίσκεται στο κέντρο του νησιού, 7 χλμ. από το λιμάνι του Μέριχα. Οι πλακόστρωτοι στενοί δρόμοι, η ομοιογένεια της ασβεστόχριστης εξωτερικής όψης των διώροφων σπιτιών με το στενό ή το ευρύ μέτωπο, τις εξωτερικές σκάλες που οδηγούν ξεχωριστά στο ανώγειο και τις επίπεδες ή επικλινείς στέγες, σχηματίζουν μία χαρακτηριστική εικόνα της κυκλαδικής αρχιτεκτονικής και συνδυάζονται με το απότομο και πετρώδες έδαφος του νησιού.

Αρχιτεκτονική ιδιοτυπία παρουσιάζει ο οικισμός της Δρυοπίδας, όπου τα σπίτια έχουν κεραμοσκεπές, πράγμα που συνδέεται με την ανάπτυξη της κεραμικής στην περιοχή. Το αποτέλεσμα παραπέμπει περισσότερο προς μια λαϊκότροπη εκδοχή του αρχιτεκτονικού νεοκλασικισμού.

Οι εκκλησίες, όπως η Σωτήρα (ανακαίνιση το 1636), ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος (ξυλόγλυπτο τέμπλο του 16ου αιώνα), η Αγία Βαρβάρα (18ος αιώνας), η μονή της Παναγίας του Νίκους με καθολικό σε μορφή τρίκλιτης βασιλικής με τρούλο, συνδυάζουν τη μεταβυζαντινή αρχιτεκτονική με τα παραδοσιακά πρότυπα. Στον Άγιο Σάββα (1673) υπάρχει οικόσημο του Αντ. Γκοζαντίνι, ενώ η Μεταμόρφωση του Σωτήρος διαθέτει εικόνες των γνωστών ζωγράφων Αντωνίου, Εμμανουήλ και Ιωάννη Σκορδίλη, που αξίζει κανείς να επισκεφθεί.

7. Τεχνολογικά πάρκα

Στις παρυφές της Χώρας έχουν δημιουργηθεί και δύο τεχνολογικά πάρκα, που αποδεικνύουν ότι τα άγονα και άνυδρα νησιά των Κυκλάδων μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον πειραματισμό και την εφαρμογή νέων τρόπων παραγωγής ενέργειας. Πρόκειται για ένα αιολικό πάρκο, που μετατρέπει μέσω πέντε ανεμογεννητριών την αιολική ενέργεια σε ηλεκτρική με δυναμικότητα 500.000 κιλοβατώρες τον χρόνο, και ένα φωτοβολταϊκό πάρκο που παράγει ηλεκτρική ενέργεια μέσω της συσσώρευσης ηλιακού φωτός.


8. Η ύπαιθρος της Κύθνου

Από το Μέριχα οδηγείται κανείς στη Δρυοπίδα, που είναι χτισμένη σε ένα βαθύ οροπέδιο του εσωτερικού του νησιού κοντά σε λάκκους (ονομάζεται και Σύλλακα ή Χωριό) και αποτελεί επίκεντρο της νυχτερινής ζωής κατά το καλοκαίρι. Το Σπήλαιο Καταφύκι, από τα μεγαλύτερα της Ελλάδας, πλούσιο σε σταλακτίτες, που χρησιμοποιήθηκε ως καταφύγιο κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και οι αγροτικές πεζούλες που διακρίνονται γύρω από το χωριό συμπληρώνουν το περιβάλλον του οροπεδίου. Το βασικό οδικό δίκτυο οδηγεί από τη Δρυοπίδα προς τις νότιες ακτές του νησιού, οι οποίες φιλοξενούν ήρεμες παραλίες με ψιλή άμμο, ενώ στην Παναγία την Κανάλα μπορεί να επισκεφθεί κανείς την ομώνυμη εκκλησία αφιερωμένη στην Παναγία, προστάτιδα του νησιού, και φιλοξενεί μία εικόνα της Παναγίας του Κρητικού ζωγράφου Αντωνίου Σκορδίλη (17ος αιώνας). Τέλος, από την Κύθνο και προς βορρά ο δρόμος προσεγγίζει τα Λουτρά, γνωστά από την Αρχαιότητα για τις ιαματικές τους πηγές, που μέχρι πρόσφατα αποτελούσαν πηγή οικονομίας και ανάπτυξης των ντόπιων. Βατός στενός δρόμος καταλήγει στο βόρειο άκρο, στο Κάστρο Κατακεφάλου (Κεφαλόκαστρο), όπου το 18ο αιώνα βρισκόταν η ακατοίκητη σήμερα πρωτεύουσα του νησιού που διέθετε 100 εκκλησίες, από τις οποίες σώζονται μόνο δύο.