Σίκινος

1. Φυσικός χώρος - περιβάλλον

Στο Αιγαίο πέρα από τα γνωστά μεγάλα νησιά υπάρχoυν και πολλά μικρά, αυτά «της άγονης γραμμής», με λιγότερους από 1.000 κατοίκους. Από τα πιο γνωστά είναι η Σίκινος, στο νότο του Αρχιπελάγους, μεταξύ της Ίου και της Φολεγάνδρου, με έκταση 41 τ.χλμ. και πληθυσμό 238 κατοίκους.

Πρόκειται για ένα από τα πιο ορεινά νησιά των Κυκλάδων με υψηλότερο σημείο το βουνό Τρούλος, στο κέντρο του, με υψόμετρο 552 μ. Η νοτιοανατολική πλευρά της Σικίνου είναι ομαλή ενώ στο βορειοδυτικό τμήμα της υπάρχει ένας απότομος γκρεμός περίπου 300 μ. πάνω από τη θάλασσα. Στις βορειοδυτικές ακτές, στο χείλος του βράχου που βυθίζεται στη θάλασσα, σε υψόμετρο 280 μ. και σε θέση που παρείχε προστασία από τις εχθρικές επιδρομές, είναι χτισμένη η Χώρα της Σικίνου ή Κάστρο. Στην κοινότητα ανήκει επίσης ο οικισμός της Αλοπρόνοιας που είναι και το λιμάνι του νησιού.

Το τραχύ πετρώδες έδαφος του νησιού ώθησε τους κατοίκους να καθορίσουν το χώρο με αναβαθμίδες, πεζούλες, ώστε να συγκρατήσουν το πολύτιμο για τις καλλιέργειες χώμα και να αξιοποιήσουν για καλλιέργεια και το πιο μικρό κομμάτι γης. Η Σίκινος αποτελεί επίσης προστατευόμενο βιότοπο σύμφωνα με το ευρωπαϊκό δίκτυο Νatura 2000, καθώς εκεί φωλιάζουν αγριοπερίστερα και σπάνια θαλασσοπούλια και εκεί καταφεύγει η μεσογειακή φώκια.

Ανάμεσα στη Σίκινο και τη Φολέγανδρο υπάρχουν αρκετές ακατοίκητες βραχονησίδες, όπως οι Καλόγεροι, ο Κάραβος, τα Αδέλφια και η μεγαλύτερη Καρδιώτισσα.

2. Ιστορία

Στη Σίκινο αναφέρονται πολλοί από τους σημαντικότερους αρχαίους συγγραφείς, όπως ο Ηρόδοτος, ο Πλίνιος, ο Πτολεμαίος και ο Στράβων. Η αρχαία ονομασία του νησιού ήταν Οινόη, εξαιτίας της εκτεταμένης αμπελοκαλλιέργειας και της εκλεκτής ποιότητας κρασιού που παρήγε. Το όνομα Σίκινος το πήρε, σύμφωνα με τη μυθολογία, από το Σίκινο, το γιο του βασιλιά της Λήμνου. Λέγεται πως, όταν οι γυναίκες της Λήμνου επαναστάτησαν και έσφαξαν όλο τον ανδρικό πληθυσμό του νησιού, η κόρη του βασιλιά Θόαντα Υψιπύλη, για να σώσει τον πατέρα της, τον έβαλε σε ένα πιθάρι και τον έριξε στη θάλασσα, που τον έφερε στις ακτές της Οινόης. Από την ένωση του Θόαντα με μια ναιάδα Νύμφη γεννήθηκε ο Σίκινος.

Σύμφωνα με τα οικιστικά κατάλοιπα, η ζωή στη Σίκινο εμφανίζει αδιάλειπτη συνέχεια τουλάχιστον από τη Μυκηναϊκή εποχή. Η αρχαία πόλη του νησιού, στη οποία αναφέρεται ιδιαίτερα ο Σκύλαξ, είναι πιθανό να ταυτίζεται με τον οικισμό που εντοπίστηκε στο Παλαιόκαστρο, στο ακρωτήριο Μάλτα. Τα ερείπια είναι ιδιαίτερα εκτεταμένα και η κατοίκηση της θέσης ανάγεται στην Προϊστορική εποχή με εμφανή ιστορική συνέχεια από τη Γεωμετρική ως και στην Υστεροελληνιστική περίοδο. Ένας άλλος μάλλον μεταγενέστερος οικισμός είναι αυτός στη θέση Αγία Μαρίνα, στα νότια της Επισκοπής, όπου σώζονται ικανά ερείπια οχυρωματικού περίβολου, δημοσίων οικοδομημάτων και ναών, που χρονολογούνται στην Ελληνιστική και στη Ρωμαϊκή περίοδο.

Το νησί, στο οποίο εγκαταστάθηκαν Ίωνες άποικοι, ακολούθησε την τύχη των άλλων Κυκλάδων, έγινε μέλος της Αθηναϊκής Συμμαχίας, στην οποία κατέβαλλε ετήσιο φόρο χιλίων αττικών δραχμών, πέρασε στους Μακεδόνες, στους Πτολεμαίους και υποτάχθηκε στους Ρωμαίους, οι οποίοι το χρησιμοποιούσαν για τόπο εξορίας. Αργότερα η Σίκινος βρίσκεται υπό την κυριαρχία των Βυζαντινών. Από το 1207 αποτέλεσε μέρος του δουκάτου Νάξου ενώ το 1262 επανακτήθηκε από τους Βυζαντινούς. Το 1307 το νησί κυριεύτηκε από τον ισπανικό οίκο Ντακορώνια που κυβέρνησε ως το 1464. Αργότερα η Σίκινος, μαζί με άλλα νησιά, πέρασε στον έλεγχο του οίκου Γκοζαντίνι, όπου παρέμεινε ως το 1617. Το 1537 κατακτήθηκε από τον Μπαρμπαρόσα και πλήρωνε φόρο υποτέλειας στο σουλτάνο. Ενσωματώθηκε στην οθωμανική επικράτεια το 1566. Για ένα μικρό διάστημα, κατά τη διάρκεια των Ορλοφικών, βρέθηκε υπό ρωσική κατοχή (1770-1774) και το 1774 περιήλθε πάλι στα χέρια των Οθωμανών, ως την ενσωμάτωσή της στο ελληνικό κράτος το 1830. Το 1941 η Σίκινος αρχικά εντάχθηκε στην ιταλική διοίκηση, στο πλαίσιο της κατοχής των ελληνικών εδαφών από τις Δυνάμεις του Άξονα. Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, το 1943, το νησί εντάχθηκε στη γερμανική διοίκηση, ως την απελευθέρωσή του το 1944.

Ξένοι περιηγητές που επισκέφθηκαν τη Σίκινο από το 15ο ως το 19ο αιώνα και κατέγραψαν τις εντυπώσεις τους προσφέρουν σημαντικές μαρτυρίες και χρήσιμες πληροφορίες για το νησί.

3. Αρχαιολογικοί χώροι και μνημεία

3. 1. Επισκοπή Σικίνου

Στη νοτιοδυτική πλευρά του νησιού, στη θέση «Επισκοπή», έχει χτιστεί ένα μοναστηριακό συγκρότημα. Βρίσκεται απέναντι από το ακραίο φυσικό έξαρμα όπου σώζονται τα ερείπια της αρχαίας πόλης της Σικίνου, σε μικρή σχετικά απόσταση από τις απόκρημνες ακτές και σε υψόμετρο 270 μ. Aποτελείται από το ναό της Επισκοπής, που είναι αφιερωμένος στη Θεοτόκο, το βυζαντινό παρεκκλήσι της Αγίας Άννας και τα ερειπωμένα κτίσματα κελιών και άλλων βοηθητικών χώρων.

Η σημερινή μορφή του ναού της Επισκοπής χρονολογείται στα Mεταβυζαντινά χρόνια, στο 17ο αιώνα, και αποτελεί μετατροπή σε τρουλαίο χριστιανικό ναό με ημικυκλική κόγχη ενός προϋπάρχοντος ναόσχημου εν παραστάσει ταφικού μνημείου με υπόγειες θολωτές κρύπτες.

Το αρχικό οικοδόμημα, εξωτερικών διαστάσεων περίπου 10 × 7 μ., ανήκει στο διαδεδομένο αρχιτεκτονικό τύπο των μαυσωλείων, που επικράτησε κατά τη διάρκεια του 2ου και 3ου αι. μ.Χ. στο χώρο του Αιγαίου, και κυρίως στη νοτιοδυτική Μικρά Ασία. Η μετατροπή του ρωμαϊκού μαυσωλείου σε τόπο λατρείας της χριστιανικής θρησκείας επιτεύχθηκε με την προσθήκη ημικυκλικής κόγχης στον ανατολικό τοίχο, την κατασκευή τρούλου στο κέντρο του σηκού και το κλείσιμο με τοιχοποιία των μετακιόνιων διαστημάτων στην πρόσοψη του άλλοτε ελεύθερου προστώου. Στο ιερό βήμα του ναού βρίσκονται επίσης ενσωματωμένα αρχιτεκτονικά μέλη πρωτοβυζαντινού λίθινου τέμπλου από φαιό σκληρό λίθο, όμοιο με το δομικό υλικό του ρωμαϊκού μνημείου. Πρόκειται για έναν πεσσίσκο και ένα διπλό θωράκιο εντοιχισμένα στην αψίδα του ιερού, και έναν ελεύθερο πεσσίσκο που χρησιμοποιείται ως βάση της Αγίας Τράπεζας. Ο γλυπτός διάκοσμος των μελών του πρωτοβυζαντινού τέμπλου στηρίζει την υπόθεση για μια προγενέστερη χριστιανική φάση του μνημείου.

Ο ναός της Επισκοπής διακρίνεται για την ιδιαίτερη αρχαιολογική, ιστορική και αρχιτεκτονική του αξία, καθώς διατηρεί αφενός μεν αναγνώσιμα τα βασικά αρχικά μορφολογικά και κατασκευαστικά χαρακτηριστικά του και αφετέρου ευδιάκριτα τα στοιχεία της μετατροπής του σε χριστιανικό ναό, μαρτυρώντας με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο τη μακραίωνη ιστορία του τόπου.

3. 2. Βυζαντινές και μεταβυζαντινές εκκλησίες

Όσον αφορά τη Βυζαντινή περίοδο έχουν εντοπιστεί ως τώρα έξι βυζαντινές εκκλησίες –αριθμός σχετικά μεγάλος για τη μικρή έκταση του νησιού – που διασώζουν τον αρχικό τοιχογραφικό τους διάκοσμο του 13ου και 14ου αιώνα. Πρόκειται για τον Άγιο Νικόλαο στις Ράχες Κατέργου και την Παναγία στη Συκιά κοντά στην Αλοπρόνοια, το Χριστό ή Μεταμόρφωση του Σωτήρος κοντά στη Xώρα, και τον Άγιο Στέφανο κοντά στο Χωριό, την Αγία Άννα, παρεκκλήσι της Επισκοπής, και τον Άγιο Γεώργιο κοντά στην Επισκοπή.

Μικρών διαστάσεων κυκλαδίτικα κτίσματα στον τύπο του μονόχωρου καμαροσκέπαστου ναού με εξέχουσες ημικυκλικές αψίδες σώζουν αποσπασματικά στο εσωτερικό τους βυζαντινές τοιχογραφίες που απλώνονται στους τοίχους, σύμφωνα με τις εικονογραφικές συνήθειες της εποχής. Δύο μάλιστα από τα τοιχογραφικά σύνολα, του Αγίου Νικολάου στις Ράχες Κατέργου και του Αγίου Γεωργίου στην Επισκοπή, χρονολογούνται με ακρίβεια από τις σωζόμενες επιγραφές τους στα έτη 1300 και 1351 αντίστοιχα. Γνωρίζουμε επίσης από την αφιερωματική επιγραφή ότι κτήτορες του ναού του Αγίου Γεωργίου ήταν ο ιερέας Γεώργιος και η σύζυγός του. Στο ναό του Αγίου Στεφάνου αποκαλύφθηκε η παράσταση ζεύγους κτητόρων στο δυτικό τοίχο.

Σημαντικά μνημεία της Σικίνου είναι επίσης η εκκλησία της Παντάνασσας με το ξυλόγλυπτο επιχρυσωμένο τέμπλο και τις εικόνες μεταβυζαντινής τέχνης, και το μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής. Το μοναστήρι χρονολογείται στο 1690, βρίσκεται ΝΔ της Χώρας, χτισμένο σε επιβλητική τοποθεσία, μοιάζει πολύ με φρούριο και χρησίμευε ως καταφύγιο κατά τις επιδρομές των πειρατών.

4. Παραδοσιακή και νεότερη αρχιτεκτονική

Το Κάστρο της Σικίνου, χτισμένο πιθανώς στο β΄μισό του 15ου αιώνα στη βόρεια απόκρημνη πλαγιά της νήσου, αποτελεί σήμερα τον πυρήνα της Χώρας. Πρόκειται για τυπικό δείγμα κυκλαδίτικου οχυρωμένου οικισμού, με κάτοψη τετράπλευρου σχήματος, μέσων διαστάσεων περίπου 60 × 70 μ. Καλύτερα διατηρούνται τα διώροφα σπίτια της βόρειας και δυτικής πλευράς, στα οποία παρατηρείται μεταγενέστερη επέκταση προς τα έξω. Σώζεται η μικρή είσοδος στη νοτιοδυτική γωνία του Κάστρου, το λεγόμενο «Παραπόρτι». Η κύρια είσοδος του κάστρου, η Πόρτα, βρισκόταν στη νοτιοανατολική γωνία και κατεδαφίστηκε την εποχή της ιταλικής κατοχής. Την ίδια περίοδο δημιουργείται στη βορειοανατολική γωνία και μία νέα έξοδος προς τη Χώρα. Στο εσωτερικό του επίσης κατεδαφίστηκαν όλα τα κτίσματα εκτός από τον τρίκογχο τρουλαίο ναό του Τιμίου Σταυρού ή της Παντάνασσας.

5. Λαϊκός πολιτισμός

Στο νησί γίνονται τέσσερα μεγάλα πανηγύρια: το Δεκαπενταύγουστο, στα Eισόδια της Θεοτόκου στις 21 Nοεμβρίου, στη γιορτή της Zωοδόχου Πηγής, και στην Παντάνασσα, στις 27 Mαρτίου. Tα έξοδα αναλαμβάνει αυτός που πανηγυρίζει, ο «πανηγυράς». Mετά τη λιτανεία η εικόνα της Παναγίας μεταφέρεται στο σπίτι του για ένα χρόνο ως το επόμενο πανηγύρι.