Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Βυζαντινή Αυτοκρατορία Νικαίας

Συγγραφή : Κωνσταντινίδης Κωνσταντίνος (10/10/2002)

Για παραπομπή: Κωνσταντινίδης Κωνσταντίνος, «Βυζαντινή Αυτοκρατορία Νικαίας», 2002,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=3969>

Βυζαντινή Αυτοκρατορία Νικαίας (6/2/2006 v.1) Byzantine empire of Nicaea - δεν έχει ακόμη εκδοθεί 

Παραθέματα

 

Ίδρυση βιβλιοθηκών στην Αυτοκρατορία της Νίκαιας από το Θεόδωρο Β΄ Λάσκαρι.

Ψευδο-Σκουταριώτης, Σύνοψις Χρονική, Σάθας, Κ. (επιμ.), στο Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη Ζ΄ (Βενετία 1894), σελ. 535.26-536.6

«Καὶ βίβλους δὲ συνηγάγετο, οὐδ’ ὅσας ὁ ἐπὶ τούτω μεγαλυνόμενος Πτολεμαῖος, παντοίων τεχνῶν τε καὶ ἐπιστημῶν, καὶ ταύτας ταῖς πόλεσιν ἐναποτιθείς, τοῖς βουλομένοις εἰς ἀνάγνωσιν καὶ τῶν ἐν αὐταῖς σπουδασμάτων ἀνάπτυξιν ἐθέσπισε μεταδίδοσθαι, ἐφ’ ὢ καὶ τὰ τοῦ λόγου εἰς τὸ μηδὲν σχεδὸν καταντήσαντα ἐκ τῆς καταστροφῆς τῆς βασιλίδος τῶν πόλεων, ἐπὶ τούτου αὔξεσθαι ἤρξατο, καὶ ἐπὶ μείζω προέκοψεν, ὣς ἐκασταχὴ τῶν Ῥωμαϊκῶν χωρῶν τε καὶ πόλεων χορείας σοφῶν καθοράσθαι καὶ Μουσῶν συνίστασθαι θέατρα, καὶ πάντα σχεδὸν τόπον, ἀγοραῖς πλήθει ἐλλογίμων ἀνδρὼν ἐπιστημονικῶν ζητημάτων παραθέσεις καὶ ἀντιθέσεις ἀσχολουμένων, καὶ πονουμένων ἐπὶ λογικὰς προτάσεις καὶ συμπεράσματα».

Εγκύκλιος του πατριάρχη Μιχαήλ Αυτωρειανού (1208-1213) προς το στράτευμα του Θεοδώρου Α΄ Λάσκαρεως.

Oikonomides, Ν. (επιμ.), “Cinq actes inedits du patriarche Michael Autoreinos”, Reveu des etudes byzantines 25 (1967), σελ. 117-119

«Ενταύθα τοις εν τω πολέμω πίπτουσι συγχωρεί

Του αυτού και της κατ’ αυτόν μεγάλης συνόδου προς άπαν το στρατιωτικόν και συγγενές και οικείον τω βασιλεί, μάλλον δε εις τους υπηκόους του βασιλέως και στρατιώτας άπαντας.

Άνδρες Ρωμαίοι (τούτο γαρ αρκεί και μόνον το πρόσρημα της αρχαίας αναμνήσαι υμάς ευανδρίας και πάσης στρατιωτικής αρετής), οι τε μεγαλογενείς και υψηλοί τους προγόνους και το ακατάληπτων φρόνημα και οι λοιποί, γενναιότατοι μαχηταί, όσοι τον στρατιωτικόν μετέρχεσθε βίον. Νυν καιρός υμάς επιδείξασθαι συν τη άνωθεν χάριτι την υμών αυτών αρετήν και σταθηράν γενναιότητα και, τούτο μεν διά την αμώμητον υμών χάριν της πίστεως και της εκλεκτής κληρονομιάς Χριστού, ης και υμείς πάντως ετάχθητε πρόμαχοι κατά χείρα και σωματικήν την βοήθειαν, τούτο δε και υπέρ της ελευθερίας του ημετέρου γένους και ευδοξίας και πατέρων και γυναικών και τέκνων τιμής και συστάσεως, ζήλον αναλαβέσθαι διάπυρον καί εκκαυθήναι τας καρδίας και υπερζέσαι τω δικαίω θυμώ κατά των επερχομένων ημίν αδίκων και αλαζόνων εχθρών και υπεραιρομένων πάσης της Χριστού φυτείας και γεωργίας κατά τας ακάρπους του Λιβάνου κέδρους, ους συντρίψει Κύριος κατά την προφητείαν, πεποίθαμεν. και διανάστητε θαρρούντες Θεώ και αναλάβατε τα πρώτα φρονήματα, και την ευγένειαν των ενεγκουσών υμάς πατρίδων καταρριφήναι μη καταδέξησθε.

Ουκ εισίν οι εχθροί ημών εξ ετέρας ειργασμένοι της φύσεως ουδέ άτρωτοι και απαθείς κατά τας ψυχάς και τα σώματα, κατά τους μυθευομένους αρχαιοτέρους εν Έλλησιν. Η προπέτεια τούτους και η αλαζονεία και η ψεγομένη θρασύτης επαίρουσι και οπλίζουσιν, αλλά και η του πλείονος έφεσις και αδίκου κέρδους –επιθυμία θεομισής και παράνομος, δι’ ην και τας ψυχάς αυτάς προσαφαιρούνται και απολλύουσι και τω αιωνίω πυρί παραπέμπουσιν. Ει ουν αυτοί, από τοιούτων παθών κινούμενοι και ορμώμενοι, αφειδούσι και των οικείων ψυχών και, ληστρικήν αναλαβόντες αναίδειαν, κατατρέχουσι τα αλλότρια και, ως υπέρ σωτηρίας αληθινής της εαυτών απωλείας μαχόμενοι, ούτω μετ’ αλλήλων ομοψυχούσι και την κακήν ομονοούσιν ομόνοιαν, πώς ημείς, οι και τω φυσικώ δικαίω προσβοηθούμενοι, τον αλάθητον οφθαλμόν κριτήν επισπώμενοι ου μετά θάρρους αντιστρατεύειν οφείλομεν και υπέρ δύναμιν σχεδόν αγωνίζεσθαι, οπότε μετά των επί γης αγαθών και τον από του Θεού μισθόν επιχορηγούμενον έχομεν; Μόνον ει επ’ αυτώ θαρρούμεν ολοτελώς και την θεάρεστον κατά το δυνατόν πολιτείαν, ει μη μέχρι του νυν, αλλ’, ουν από γε του νυν καθυποσχόμεθα τω Θεώ και έκαστος ιδία και πάντες κοινή...

Σύνετε δη, τέκνα αγαπητά, και ακούσατε· <ο> Θεός την βασιλείαν ημίν ως μοναρχικόν αγαθόν εδωρήσατο, εικόνα της εαυτού διοικήσεως, πάντως το της πολυαρχίας άναρχον αναιρών, <και> συνηλικιώτιν της εαυτού μετά σώματος επί γης παρουσίας ανέδειξεν, ίνα μη κατ’ αλλήλων εική και μάτην φερόμενοι οι εις α<υτόν π>επιστευκότες και το σέβας και εαυτούς κακώς αναλώσωσιν. Οίδατε ουν όπως παιδεύσας ημάς ο Θεός διά τας αμαρτίας ημών, <ώστε> μικρού κινδυνεύσαι και τέλεον ημάς παραδοθήναι τοις έθνεσι, πάλιν ηλέησε και ημίν το πρώτον αγαθόν, την βασιλείαν, επανέσωσεν <και> επέστησεν ημίν βασιλέα φιλεργόν και φιλόπονον και οίον ο καιρός απήτει –και ημείς εκ των έργων αυτών κατεμάθετε, οι αυτώ συστρατεύοντες– αλλά και φιλοδωρότατον και τας στρατιωτικάς αριστείας βασιλικώς αμειβόμενον. και έργα εν αυτώ επέδειξεν ο Θεός εν ταις ημέραις ημών θαυμαστά και εξαίσια, ων εισαεί μεμνήσθαι οφείλομεν, ώστε κατ’ ίχνος τούτων πορεύεσθαι. Ει δε και τούτο γινώσκομεν φυσικώς, ότι και εν τοις του σώματος μέλεσιν η κεφαλή τιμιωτάτη και τα άλλα μέλη ταύτην δορυφορούσι καί περισκέπουσι, πώς ου πρέπει ημάς την δεδομένην εκ Θεού κεφαλήν σπουδάζειν εν παντί συνιστάν και υπερκινδυνεύειν αυτής. Ουχ οράτε και τας μελίσσας φυσικώς τον οικείον βασιλέα περιπεσούσας και πάντοθεν συρρεούσας περί αυτόν και μηδαμώς αποσπωμένας απ’ αυτού, καν τις επίβουλος έρχηται, αλλά περιβομβούσας και του συνήθους βαρύτερον και τοις κέντροις αμυνομένας τους φιλονεικούντας παραλυπήσαί τι τον άρχοντα; Και ει ταύτα οίδε τα ζώα τα άλογα, πόσω πλέον ημάς αρμόζει, τους λόγω και συναίσει και διακρίσει τετιμημένους παρά Θεού, του αγίου ημών αυτοκράτορος υπερασπίζειν και προκινδυνεύειν αυτού και προμάχεσθαι και μηδέποτε του συνίστασθαι αυτώ απολείπεσθαι; ίνα μη, την εαυτών καρδίαν ώσπερ αρνούμενοι, άνδρες ακάρδιοι και παρά της Γραφής ονομάζησθε. Ανδρίζεσθε ουν και κραταιούσθω η καρδία υμών και κατισχύετε παντός ανθισταμένου και αντιπίπτοντος· αλλά και ημείς, το ιερατικόν, τα όπλα του πνεύματος ενδυσάμενοι, ταις ευχαίς υμίν συναρήξομεν.

Η χάρις του κυρίου ημών Ιησού Χριστού μετά πάντων υμών, αμήν.

Παρ’ ου και ημείς, την μεγάλην δωρεάν της αυτού δεξάμενοι χάριτος, συγχωρούμεν υμίν, υπερμαχούσι του λαού του Θεού, τα εν τω βίω πεπλημμελημένα υμίν, όσοις των πατρίδων προκινδυνεύουσι <και> της κοινής σωτηρίας του λαού και λυτρώσεως επισυμβαίη και θάνατος».

Η είσοδος στην Κωνσταντινούπολη του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου στις 15 Αυγούστου 1261

Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή (Annales), Heisenberg, A., Georgii Acropolitae Opera, 1, Leipzig 1903, επανέκδοση Wirth, P., Stuttgart 1978, σελ. 186.29-188.10

«§ 88. Κατέλαβε γουν ο αυτοκράτωρ την Κωνσταντίνου. τεσσαρακαιδεκάτην ήγε τότε ο Αύγουστος. Εισελθείν γουν εις την Κωνσταντινούπολιν ουκ ηθέλησε την αυτήν ημέραν, αλλά τας σκηνάς εν τη μονή του Κοσμιδίου επήξατο, τη άγχι διακειμένη των Βλαχερνών. Εκείσε γουν διανυκτερεύσας έωθεν αναστάς την εις Κωνσταντινούπολιν είσοδον απειργάσατο τρόπον τοιούτον. Επεί δε ο μεν πατριάρχης Αρσένιος ου παρήν, οία εκείνος ανήρ νωθρότερος περί τα καλά και δύσνους προς τον βασιλέα τελών και μικρού δυσχεραίνων, ότι προς του βασιλέως η Κωνσταντίνου τη των Ρωμαίων αρχή συγκατείλεκται. ίδει δε άρα των τινα αρχιερέων τας ευχάς εις επήκοον εξειπείν, ο της Κυζίκου μητροπολίτης Γεώργιος, ον και Κλαδάν κατωνόμαζον, επλήρου την χρείαν, και εις ένα των πύργων των της Χρυσείας αναβάς, έχων μεθ’ εαυτού και το της Θεοτόκου εκτύπωμα το ούτω πως εκ της μονής παρωνομασμένον των Οδηγών, εις επήκοον απάντων απεστομάτισε τας ευχάς. Ο μεν ουν αυτοκράτωρ την καλύπτραν αποβαλών και γόνυ κλίνας έπεσε χαμαί, και πάντες δε οι συν αυτώ όπισθεν αυτού επί γόνυ κατέπεσον. Επεί δε η πρώτη των ευχών εκτετέλεσται και ο διάκονος εσήμηνε την ανέγερσιν, πάντες αναστάντες το κύριε ελέησον, εις εκατόν αριθμήσαντες, επεβόησαν. Και τούτων τετελεσμένων προς του αρχιερέως και αύθις ετέρα τις εξεφωνήθη ευχή. ως εν τη πρώτη γουν και εν τη δευτέρα γεγένηται, και ούτω πως διαπέπρακται μέχρι και συμπληρώσεως των όλων ευχών. επεί γουν ουτωσί πως τα βασιλικώς την της Χρυσείας πύλην εισήλθεν ο βασιλεύς πεζός γαρ εβάδιζε, προήρχετο δε τούτου της θεομήτορος η εικών. Μέχρι μεν ουν της του Στουδίου μονής απελθών, εκείσε την εικόνα καταλιπών της υπεράγνου μητρός του θεού, επιβάς του ίππου περί το της Σοφίας του θεού αφίκετο τέμενος. Εκείσε γουν τω δεσπότη προσκυνήσας Χριστώ και τα εικότα τούτω ευχαριστήσας, περί το μέγα κατηντήκει παλάτιον. εν ευφροσύνη γουν και θυμηδία πολλή και απλέτω χαρά το Ρωμαϊκόν τω τότε γεγένηται πλήρωμα. ουδείς γαρ ην ο μη σκιρτών τε και αγαλλόμενος και μικρού δειν τω πράγματι απιστών διά το απροσδόκητον του έργου και το υπερβάλλον της ηδονής».

 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>