Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

State of the Paulicians

Συγγραφή : Makripoulias Christos (30/1/2007)
Μετάφραση : Koutras Nikolaos

Για παραπομπή: Makripoulias Christos, "State of the Paulicians",
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=9146>

Παυλικιανών Κράτος (7/3/2007 v.1) State of the Paulicians (15/2/2007 v.1) 

Παραθέματα

 

Πέτρος Σικελιώτης, Ιστορία, Astruc, Ch. κ.ά. (ed.), “Les sources grecques pour l’histoire des Pauliciens d’Asie Mineure”, Travaux et Mémoires 4 (1970), 65, 13-25:

Ιδών δε ο Μιχαήλ ο ευσεβής βασιλεύς ο Αββάς, και Λέων ο μετ’ αυτόν βασιλεύσας, ότι πολύ μέρος των χριστιανών η τοιαύτη αίρεσις ελυμήνατο, εκπέμψαντες κατά παντός τόπου της ρωμαϊκής αρχής τους ευρισκομένους εν ταύτη τη μυσαρά αιρέσει απέκτεννον. Ήλθεν ουν το πρόσταγμα του βασιλέως και εις Αρμενιάκους προς Θωμάν τον επίσκοπον Νεοκαισαρείας, και τον Παρακονδάκην έξαρχον όντα. Κατά ουν την του βασιλέως κέλευσιν, τους ευρισκομένους ως αξίους θανάτου και οδηγούς απωλείας απέκτεννον. Ύστερον δέ τινες των του Σεργίου μαθητών, οι λεγόμενοι Άστατοι, διά προδοσίας και δόλου τον έξαρχον κατέσφαξαν, και οι Κυνοχωρίται ομοίως Θωμάν τον μητροπολίτην· και ούτως προσέφυγον οι Άστατοι εν Μελιτηνή. Αμηράς δε τότε των εκείσε όντων Σαρακηνών υπήρχεν ο Μονοχεράρης. Λαβόντες δε τότε παρ’ αυτού οι Άστατοι τον Αργαούν κατώκησαν εκείσε, και ούτως επισυναχθέντες εκ πάντων των μερών ήρξαντο πραιδεύειν την ‘Ρωμανίαν.

Πέτρος Σικελιώτης, Ιστορία, Astruc, Ch. κ.ά. (ed.), “Les sources grecques pour l’histoire des Pauliciens d’Asie Mineure”, Travaux et Mémoires 4 (1970), 65, 26-67, 9:

Ο δε Σέργιος συνοικήσας μετά των μαθητών αυτού εις τον Αργαούν επί χρόνους τινάς, ύστερον εκ δικαιοκρισίας θεού αξίνη εκκοπείς, ως την εκκλησίαν του θεού διχοτομήσας, εις πυρ αιώνιον βάλλεται. Ο γαρ Τζανίων, ο από Κάστελλον της Νικοπόλεως ων, εις όρος αυτόν ευρηκώς άνωθεν του Αργαού σανίδας εργαζόμενον, την αξίνην εκ των χειρών αυτού λαβών, πατάξας τούτον απέκτεινεν. Και ούτως απερράγη το έσχατον και μείζον πάντων των θηρών του τήδε βίου, έτει τω από κτίσεως κόσμου εξακισχιλιοστώ τριακοσιοστώ τεσσαρακοστώ τρίτω. Μαθηταί δε αυτού υπήρχον μυστικώτατοι Μιχαήλ και ο Κανακάρις και Ιωάννης ο Αόρατος, οι τρεις μιερείς, και ο μνημονευθείς Θεόδοτος Βασίλειός τε και Ζώσιμος και έτεροι πολλοί. Ούτοι τοίνυν οι μαθηταί αυτού, οι και συνέκδημοι παρ’ αυτοίς λεγόμενοι, ως μιερείς τινες, τον άπαντα λαόν τον συναθροισθέντα εν τω Αργαού μετά τον του διδασκάλου αυτών Σεργίου θάνατον ταις διδασκαλίαις αυτού τε και των προηγησαμένων λυμαινόμενοι, ισότιμοι πάντες υπήρχον, μηκέτι ένα διδάσκαλον ανακηρύξαντες, καθάπερ οι πρώην, αλλά πάντες ίσοι όντες. Έχουσι δε και υποβεβηκότας μιερείς, νοταρίους παρ’ αυτοίς ονομαζομένους.

Πέτρος Σικελιώτης, Ιστορία, Astruc, Ch. κ.ά. (ed.), “Les sources grecques pour l’histoire des Pauliciens d’Asie Mineure”, Travaux et Mémoires 4 (1970), 67, 10-26:

Ο ουν Καρβέας εν τοις τότε καιροίς αναφανείς, και του ολεθρίου εκείνου λαού καθηγησάμενος, εις πλήθος αυτόν επηύξησεν, ώστε, μη χωρουμένου αυτού εν τω Αργαού, ελθείν και κτίσαι την Τιβρικήν και αυτή κατοικήσαι, ομού μεν και την προς αυτούς τυραννίδα των μελιτηνιατών Αγαρηνών εκφεύγων, ομού δε και αυτή ανεπιμιξία των ανθρώπων τοις δαίμοσι τελείως εξομοιούμενος, ταις Αρμενίαις τε πλησιάζειν θέλων και τη Ρωμανία· ώστε τους μεν πειθομένους αυτώ υποσπόνδους ποιείσθαι και έχειν αυτούς προς το αιχμαλωτεύειν συλλήπτορας, τους δε μη πειθομένους Σαρακηνοίς απεμπολείν, λεηλατών τας της Ρωμανίας άκρας τας προς τω Πόντω κειμένας, άμα δε και προς έτοιμον καταφύγιον τοις εν Ρωμανία διά ταύτην την αίρεσιν αποκτεννομένοις την επιτηδειότητα του τόπου προσπαρασκευάζων· ου μόνον δε, αλλά και τους λιχνοτέρους και ακολάστους ανθρώπους και άφρονας των άκρων εκείνων προσεγγιζόντων τη Τιβρική τη ελευθερία των αισχίστων παθών εις εαυτόν επί το αυτό εκκαλούμενος. Ζώντος τοίνυν έτι αυτού, οι μεν εκ των μνημονευθέντων μιερέων αυτού τον εαυτών βίον κατέστρεψαν, οι δε υπελείφθησαν. Κακείνου τοίνυν το ζην απορρήξαντος, αύθις διαδέχεται την τυραννίδα του ολεθρίου λαού αυτού Χρυσοχέρις, ο ανεψιός και γαμβρός αυτού.

Φώτιος Πατριάρχης, Διήγησις της νεοφανούς των Μανιχαίων αναβλαστήσεως, Astruc, Ch. κ.ά. (επιμ.), “Les sources grecques pour l’histoire des Pauliciens d’Asie Mineure”, Travaux et Mémoires 4 (1970), 167, 11 - 169, 12:

Μιχαήλ μέντοιγε του βασιλέως τα ρωμαϊκά σκήπτρα διέποντος, ος εκ της βασιλείου στολής εις το των μοναχών ημείφθη σχήμα, και του μετ’ αυτόν βασιλεύσαντος Λέοντος, ουκ εν τω ραθύμω την αναζήτησιν και έρευναν της αποστασίας τιθεμένων, αλλά και σπουδήν την πρέπουσαν αναδεξαμένων, στέλλονταί τινες των ουκ ασήμων ανά πάσαν την ρωμαϊκήν αρχήν τους, εί τινες αν φωραθείεν της τοιαύτης κάτοχοι θεομαχίας, επείπερ πολλάκις αυτούς αι των αρχιερέων και ιερέων νουθεσίαι και παραινέσεις ουδέν ούτε ώνησαν ούτε μεταβαλείν έπεισαν την ασέβειαν, τούτους ούτως αμεταθέτως έχοντας ως κοινήν λύμην και φθοράν του γένους προς τον διά ξίφους θάνατον υπάγειν. Ήκεν ουν τα προστάγματα και εις την καλουμένην χώραν των Αρμενιάκων. Θωμάς δε ην τηνικαύτα Νεοκαισαρείας επίσκοπος, καί τις έτερος Παρακονδάκης επώνυμος εξάρχων κατ’ εκείνο καιρού των όσοι της κατά τον βίον σεμνότητος είχοντο και της υψηλοτέρας πολιτείας εποιούντο επάγγελμα συντηρείν τα θέσμια. Τούτων τοίνυν των ανδρών εκάτερος άμα συνεδριάζειν μετά και ετέρων τινών λογίων βασιλικόν δεξάμενοι θέσπισμα, ους αν των αποστατών η πολιτική χειρ ερευνώσα εύρισκέν τε και συνελάμβανεν και προς αυτούς διεπέμπετο, εξήταζόν τε και ελογοθέτουν λεπτομερέστερον, και τους υπαιτίους των αναιτίων φυλοκρινούντες τους μεν απέλυον – έστιν δ’ ους και επιτιμίοις εκκλησιαστικοίς καθυπέβαλλον –, τους δε παντελώς ανιάτους οι πολιτικοί νόμοι και των εν αυτοίς αρχόντων παρελάμβανεν το δικαιωτήριον. Ούτω δη της ερεύνης τε και κρίσεως και του λογοθεσίου και της πράξεως προϊούσης, μερίζονται των ειρημένων κριτών την σφαγήν οί τε λεγόμενοι Κυνοχωρίται και ους επωνόμαζον Αστάτους· ήσαν δε ούτοι των του Σεργίου μαθητών οι λογάδες. Οι μεν ουν Άστατοι μηδενός ετέρου δεηθέντες αυτοί καθ’ εαυτούς δόλω και προδοσία κατασφάζουσι τον ειρημένον έξαρχον, τοις δε Κυνοχωρίταις, επείπερ ενέδει στρατηγός του μιάσματος, είς των ειρημένων Αστάτων εφίσταται, και κατασφάζουσι και ούτοι τον αρχιερέα του θεού Θωμάν. Ανέδην δε τούτων ούτω παρανομηθέντων, οι προειρημένοι Άστατοι – αυτοί γαρ ήσαν, ως έφην, εκατέρας μιαιφονίας αρχιτέκτονες – φεύγουσι μεν συν τοις επομένοις σπουδή από πάσης γης ην ο Χριστιανών εκόσμει θεσμός, παραγίνονται δε εν Μελιτινή, πόλει της δευτέρας Αρμενίας, πολιτείαν ούσαν τότε των μισοχρίστων Σαρακηνών ης και αμηράς ήρχεν, ον επεκάλουν Μονοχεράρην. Και ούτος ο μισόχριστος τους μισοχρίστους φυγάδας τά τε άλλα φιλοφρονησάμενος δεξιώς και παντός ελευθερώσας ανθρωπίνου δέους, το Αργαούν πολίχνιον ούτω καλούμενον επιχωρίω γλώττη οικείν επιτρέπει. Αθροίσματος δε εν ου πολλώ χρόνω των την αποστασίαν φρονούντων συνερρυηκότος, ως και εις ληστρικήν εξαρκείν επιδρομήν τε και χείρα, πολλή και πολλάκις των πλησιοχώρων Χριστιανών αιχμαλωσία τοις αθέοις επετηδεύετο, κακείθεν κραταιούμενον το κακόν ου μόνον τους απ’ αρχής θεραπευτάς αδεώς εδίδου την ασέβειαν θρησκεύειν, αλλά καί τινας των αιχμαλωτιζομένων πολλήν παρείχεν την εξουσίαν συναναγκάζειν εις την αυτήν αυτοίς καταπίπτειν αθεότητα.

Φώτιος Πατριάρχης, Διήγησις της νεοφανούς των Μανιχαίων αναβλαστήσεως, Astruc, Ch. κ.ά. (ed.), “Les sources grecques pour l’histoire des Pauliciens d’Asie Mineure”, Travaux et Mémoires 4 (1970), 169, 13 - 171, 13:

Γίνεται δη και Σέργιος, ού πολλάκις έσχεν μνήμην ο λόγος, εκείσε, και χρόνον τινά τοις φυγάσι διατρίψας και βαθύνας αυτοίς επί πλέον της ασεβείας τα δόγματα, την άνωθεν όμως δίκην ου διαδιδράσκει. Ξυλουργίας ην ο καιρός, και τεκτονικής ο Σέργιος ουκ αμελέτητος ην, και δη και συνήθης ην κεχρήσθαι τη τέχνη και εις σανίδας αποξέειν των πρέμνων τα επιτήδεια. Ούτος κατά το σύνηθες εις το παρακείμενον όρος του Αργαού παραγεγονώς έπραττεν τα αυτού και εις σανίδας τα ξύλα απέξεεν. Προς ταύτη δε όντα τη εργασία Τζανίων όνομα, γένος εκ Νικοπόλεως, ευσεβής την θρησκείαν, την γνώμην ανδρείος και τας χείρας παραπλήσιος, ως είδεν ούτω τον θεομάχον ταις μαγγανείαις αυτού τεθαρρηκότα και ταις γοητείαις την ζωήν καταπεπιστευκότα και καταμόνας ξυλουργείν επηρμένον, μέγα τι και διάτορον κατά του απατεώνος εμβοήσας και τη φωνή φόβου τε και εκπλήξεως πληρώσας, αφαιρείται μεν αυτός άνοπλος ων την αξίνην των χειρών, παίει δε τον πλάνον καιρίαν, και αυταίς ταις πληγαίς ο πικρός επηκολούθησε του αλιτηρίου θάνατος. Ούτω μεν δη ούτω το της απάτης ως αληθώς πνεύμα, ο των ανθρωπίνων ψυχών ολετήρ, η πικρά και βαθεία της αποστασίας ρίζα, το έσχατον και χείρον των έμπροσθεν αυτού πάντων κακών, της οικείας αυτού χειρός και τέχνης τω όπλω κατακοπείς, τών τε θεομάχων και υπερηφάνων λόγων και των βδελυκτών και ανοσίων έργων και των αμηχάνων υποσχέσεων και ελπίδων και αυτής της ζωής εξεκόπη, και εις το άσβεστον πυρ και αιώνιον αυτώ τω θεομάχω φρονήματι παρεπέμφθη. Τρίτον και τεσσαρακοστόν και τριακοσιοστόν προς τοις εξακισχιλίοις απ’ αρχής της κοσμογενείας ηνύετο έτος, ότε τον βίαιον ο θεομάχος ούτος απέτισε θάνατον. Λείπει δε μαθητάς της αυτού μυσαρότητος και αποστασίας, οί το πρωτείον εν ταις μυστικαίς μαγγανείαις τε και γοητείαις έφερον, τρεις, ων ο μεν Μιχαήλ, τον δε Κανακάρην, ο δε τρίτος Ιωάννης ωνομάζετο, οις και ο μνημονευθείς άνωθεν Θεόδοτος συνητάζετο· οι δε μετ’ εκείνους Βασίλειός τε και Ζώσιμος και έτεροι πλείους ήσαν. Αλλ’ ούτοί γε οι του τρισαλιτηρίου εκείνου τρισκατάρατοι μαθηταί, ους και συνεκδήμους το ηπατημένον πλήθος επονομάζουσιν, τον αθροισθέντα λαόν εν τω Αργαού, καίτοι τον πικρόν και θεήλατον του διδασκάλου θάνατον όψει λαβόντες και ουδέν ων εθεομάχει και ετερατεύετο προελθόν, όμως τοις ομοίοις κακοίς της θεομαχίας αναφέροντες αξίωμα, ομοτίμως δε αλλήλοις αυτοί κατά πλήθος της πλάνης τω πλήθει καθηγούμενοι· όμως δε και υποβεβηκότας αυτών τινας ετέρους έταττον, ους και νοταρίους ωνόμαζον, καί τινα των απορρήτων και βδελυκτών οργίων εις εποψίαν και τελεστικήν αφώριζον επιμέλειαν.

Φώτιος Πατριάρχης, Διήγησις της νεοφανούς των Μανιχαίων αναβλαστήσεως, Astruc, Ch. κ.ά. (ed.), “Les sources grecques pour l’histoire des Pauliciens d’Asie Mineure”, Travaux et Mémoires 4 (1970), 171, 14 - 173, 14:

Υπό δε τους αυτούς αναφαίνεται καιρούς και ο τρισαλιτήριος Καρβαίας, ανήρ δεινός μεν υπελθείν όχλον, στεγανός δε κρύπτειν το ανέκφορον, και τοις χείλεσιν άλλα προφέρειν παρά την εν τη καρδία μελέτην πιθανώτατος, και πίστιν μεν ουδ’ ήντινα στέργων, επεί και τα των Αράβων θειάζειν εσχηματίσατο, πλην της αποστασίας εραστής και λέγεσθαι και νομίζεσθαι κλέος ποιούμενος· ουδέ της κατά πόλεμον εμπειρίας ην αγύμναστος· διό και της αποστατικής εκείνης πληθύος ήδη προς χείρα πολεμικήν τε και βαρείαν αδρυνομένης άρχειν υπό του πλήθους ηρέθη, ος επί μάλλον αύξων τε και κρατύνων το θεομάχον άθροισμα, επεί τη βραχύτητι του πολιχνίου στενοχωρουμένους είδεν τους υπό χείρα, πόλιν άλλην ευρυχωροτέραν εγείρει, ην επωνόμαζον Τεφρικήν, και ταύτην τοις επομένοις πολίζει, ομού μεν και την επιφερομένην των Μελιτινιτών αποκλίνων τυραννίδα. Και γαρ ει και κατ’ αρχάς φιλοφρόνως υπεδέξαντο, αλλ’ ουκ πλουτούντας ορώντες και πλέον ων ήλπιζον ταις καθ’ ημέραν ληστρικαίς εφόδοις εις ευπορίαν επιδιδόντας, ουκέτι τον οφθαλμόν αυτοίς επιβάλλειν φθόνου χωρίς και πλεονεξίας ηδύναντο· διό λαφυραγωγούντες αυτούς τέχναις πολλαίς και μεθόδοις ουκ ενέλιπον. Μία τοίνυν και αύτη αιτία, δι’ ην ως απωτέρω της προτέρας οικήσεως πολίζειν έγνω το υπήκοον, έτι δε και τω ανεπιμίκτω των άλλων ανθρώπων εις τας δαιμονιώδεις και εκτόπους των πράξεων, άτε δη καθ’ εαυτούς όντας, αδεώς χωρείν και συν παρρησία προνοούμενος. Εκ γειτόνων γαρ έχοντες πρότερον τους Σαρακηνούς, έσεβον μεν τα αυτών, έσεβον δε και τα εκείνων, αλλά τα μεν εκείνων θεατρίζοντες, τα οικεία δε μυστηριαζόμενοι. Επί τούτοις δε και επίκαιρος εδόκει προς τας καταδρομάς της ρωμαϊκής αρχής ην ανίστη πόλιν· μάλλόν τε γαρ επλησίαζεν τοις αυτής ορίοις· αλλά και εί τις αυτομολείν εκείθεν εβούλετο των την αυτήν ασέβειαν εγκόλπιον φερόντων, ετοιμοτέραν εύρισκεν διά το γειτόνημα την προς αυτόν καταφυγήν τε και αναχώρησιν. Ους μεν ουν εκείνος διήνεγκεν ουκέτι ληστρικούς, αλλ’ εκ παρατάξεως τε και δημοσίους πολέμους καθ’ εαυτόν τε και τοις Σαρακηνοίς συνταττόμενος, εν οις τε το πλέον έσχεν και εν οις απηνέγκατο το ήττον, άλλης τέ εστιν υποθέσεως και ιδιάζοντος χρόνου. Ότι δε παντοδαπών επλήρωσε συμφορών τας της ρωμαϊκής αρχής πλησιαζούσας αυτώ χώρας, το μέγεθος εξαρκεί του πάθους αντί λόγου τοις μεθ’ ημάς παρασχείν ανεπίληστον την γνώσιν. Πλην αλλ’ όγε παλαμναίος εκείνος, χρόνοις μακροίς τα ανήκεστα δράσας, οψέ και μόλις νόσω τον βίον κατέστρεψεν, και της εκείνου τυραννίδος και της ασεβείας διάδοχος αναδείκνυται επί παιδί μεν γαμβρός, εκ του γένους δε το ανεψιόν έλκων και το επώνυμον Χρυσοχέρης.

Ιωσήφ Γενέσιος, Βασιλειών Ιστορίαι, Lesmüller-Werner, A. – Thurn, I. (ed.), Josephi Genesii Regum Libri Quattuor (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 14, Berlin 1978), 348, 10-11:

Ούτος γαρ ο αλαζών συν Καρβαία και Καλλίστω πλείστα κακά Χριστιανοίς τεκτηνάμενος, ως και ο τούτου πατήρ, και μέχρι Νικομηδείας και Νικαίας αυτής διελθών, αλλά μην και εις το των Θρακησίων θέμα διαδραμών, μέχρις Ιωάννου του Θεολόγου της επαρχίας κατήντησεν, ούτινος τω ναώ οι συν αυτώ εντυχόντες εισήγαγον τα τε άλογα αυτών και λοιπήν αποσκευήν, δυσμενώς ενυβρίζοντες. προς ουν τον Χρυσόχειρα γράφει ο βασιλεύς ειρήνην συνθέσθαι, οία τον τρόπον ειρηνικός υπάρχων και εύσπλαγχνος όντως […], και αυταρκεσθήναι εφ’ οις επεπόνητο, ειληφέναι τε παρ’ αυτού χρυσόν τε και άργυρον και εσθήτας, και αιχμαλωτίζειν και κατασφάττειν Χριστιανούς ανακόψαι. αλλ’ ο θρασύφρων και άπιστος τοις ειρηναίοις λόγοις ου πείθεται· διό και αντιγράφει τω βασιλεί, ως “είπερ εθέλοις, ω βασιλεύ, μεθ’ ημών ειρήνην επιτελέσαι, απόστηθι της κατ’ ανατολήν εξουσίας σου, της δε προς δύσιν αντέχου, και ειρηνεύσομεν μετά σου· ει δε μη, σπεύσομεν όλως, ίνα σε και της βασιλείας εξοστρακίσωμεν.” της ουν απονοίας αυτού ο βασιλεύς διαισθόμενος εφιλοσόφησεν σιωπήν, μηδέν έτι αυτώ αντιγεγραφώς. Δυσί δε χρόνοις παρελκυσθείσιν ο Χρυσόχειρ εξήλθεν συν τοις ιδίοις στρατεύμασι μέχρις Αγκύρας της πόλεως και αυτών των Κομμάτων, λαφυραγωγίαν εαυτώ πολλήν προσηκάμενος, και επάνεισιν. ο δε καθηγεμών των σχολών διαστηματίζων μίλιον εν την παραδρομήν εσκευάζετο· εδεδοίκει γαρ πλησιοφανή την παραδρομήν παραδείκνυσθαι. ο δε Χρυσόχειρ κατηντηκώς τω του Χαρσιανού θέματι εις Αγράνας εσκήνωται, εις το Σίβορον δε ο δομέστικος· και τοις στρατηγέταις των τε Αρμενιακών και του Χαρσιανού προστέταχε διειπών· “άρατε τους υπό χείρα τελούντας υμών άρχοντας και καλίππους τινάς και δαπάνας ως ημερών ιβ΄, και παρατρέχοιτε τον Χρυσόχειρα μέχρι του Βαθυρύακος· και ει μεν διαιρήσας λαόν εύπληκτον παραπέμψοι τω των Αρμενιακών ή τω του Χαρσιανού θέματι, κατάδηλον ημίν τούτο ποιήσατε· ότε δε αποκινήσοι του Βαθυρύακος, υποστραφέντες ήκετε προς ημάς.” απελθών τοίνυν εσπέρας ο Χρυσόχειρ εσκήνωσεν κάτω, οι δε στρατηλάται εις τον ζυγόν προσανέβησαν και ηυλίσθησαν εις τινα τόπον κατονομαζόμενον Ζωγολόηνον· ούτος γαρ εστιν εκ πετρώδους συμπήξεως δυσανάβατος, εν ω ύλη πολύδενδρος πέφυκεν. των ουν ειρημένων στρατηλατών εκείσε διαναπαυσαμένων φιλονεικία τις ανέκυψεν ανδρική των αρχόντων αλλήλοις αντεριζόντων, τίνες αν είεν κρείττους, πότερον οι από του των Αρμενιακών θέματος ή του Χαρσιανού ωρμημένοι. των ουν Χαρσιανιτών φιλονεικούντων τα πρεσβεία εαυτοίς της ανδρείας επιδούναι ή τοις ετέροις, οι Αρμενιακοί είπον προς αυτούς· “τι φιλονεικείν έτι περί ανδρείας εκ λόγων βουλόμεθα; πρακτικώς τοις πολεμίοις παρεμβάλωμεν άμφω· και τότε φανερωθείη έκαστος ημών, οποίος ετέρου καθέστηκεν ανδρειότερος.” οι δε στρατηγέται διακηκοότες περί της αμίλλης αυτών, δι’ αυτών δε και της του λαού προθυμίας συνευδοκούσης αυτοίς, ήγαγον και ειρήκεσαν· “προθυμείσθε, ω άνδρες ανθάμιλλοι, ίνα τοις πολεμίοις, θεού συνεργούντος, προσβάλωμεν;” προς ους γενναιοφρόνως εξείπον· “ναι. και δια τούτο όρκω μεγίστω της βασιλικής κεφαλής περιδεσμούμεν υμάς, όπως συμπλακώμεν αυτοίς. ο γαρ τόπος εν ω ερηρείσμεθα, των εχυρωτάτων· εξ ου είπερ τι κατ’ αυτών γενναίον καταπραξαίμεθα, τούτο ημίν εστιν εις τρόπαιον· ει δε μη, κατ' ουδέν παρ’ αυτών πημανθείημεν.” τότε δη, τότε οι δύο στρατηγέται διείλον άνδρας μέχρι έκτης εκατοντάδος, τους δε λοιπούς παρήκαν εν ταις σκηναίς των αρχηγών αυτών συν φλαμμούλοις, και τούτοις διησφαλίσαντο επειπόντες· “ημείς μεν τω φοσσάτω παρεμπελάσομεν επιτρέχοντες, και όταν την άφιξιν προς ημάς απευθύνωσι, παρεμβαλούμεν αυτοίς· και ει μεν ορμήσουσι κατέναντι ημών, εξέλθετε άντικρυς και μεγάλως κεκράξατε, πλείστου λαού βοήν ενσημαίνοντες, όπως εκ ταύτης εικάσειαν τον των σχολών εξηγούμενον μετά των θεμάτων εφεστηκέναι.” τη ουν υφηγήσει ταύτη κεκινηκότων των στρατηγών και παρεμπεπτωκότων εκ του σύνεγγυς τοις εχθροίς προ του την ημέραν τρανώς επιλάμψαι τοις των τυμπάνων κρούμασιν επεκίνησαν· αλλ’ οι μεν αυτών μετά του Χρυσόχειρος ***, οι δε τα φορτία τοις υποζυγίοις εκούφιζον. τούτων ούτως μεριζομένων οι στρατηγέται συν τοις υπ’ αυτούς άρχουσιν επέθεντο κατ’ αυτών, και φωνή βριαρά· “σταυρός νενίκηκεν” οίον πολεμικώς ετυμπάνισαν. ούτοι δε τη αθρόα προσβολή καταπτήξαντες αμεταστρεπτί της φυγής είχοντο, μηδέ οράν και πολυπραγμονείν ανεχόμενοι, τίνες διώκται τούτων υπάρχοιεν, από του Βαθυρύακος διωκόμενοι επί μιλίοις λ΄ έως του κατωνομασμένου Κωνσταντίνου βουνού, χαλεπώς συγκοπτόμενοι. Και ο Χρυσόχειρ ολίγους τινάς μεθ’ εαυτού προσλαβόμενος φυγαδείαν ησπάσατο. επιφθάνει τοίνυν αυτόν ο Πουλλάδης, ω τούτο παρήν όνομα περιβόητον, πίλον ενδεδυμένος· προεκεκράτητο δε κατά Τεφρικήν και κατά χαριεντισμόν τω Χρυσόχειρι προσωκείωτο. ως ουν εωράκει τούτον, επέγνω και εκεκράγει διαπρυσίως· “ώδε οι στρατηγέται, ωδε ο των σχολών εξηγούμενος ίτω.” άπεισιν ο Χρυσόχειρ, και προς τον Πουλλάδην εφώνησεν· “άθλιε ω Πουλλάδη, τι σοι φαύλον ενεδειξάμην; μάλλον μέντοι γε πλείστα σοι χρηστά ειργασάμην. άπελθε, και μη μοι πρόσκομμα είης.” ο δε αντέφη αυτώ· “εγώ γινώσκω, Χρυσόχειρ, ότι πλείστα καλά μοι πεποίηκας, και ευελπιστώ τω σωτήρί μου θεώ κατ’ αυτήν γε την ημέραν αποδούναί σοι τα χαριστήρια.” ιππάζων δε ο Χρυσόχειρ ευρίσκει τάφρον προς τοις ενωπίοις αυτού, ην ο ίππος αυτού υπερπηδάν <απεδειλία και εκ> τούτου διώκλαζεν. όθεν ο μεν Χρυσόχειρ του λοιπού οράν τον Πουλλάδην ουδ’ όλως εφρόντιζεν, εώρα δε μάλλον κατέναντι αυτού, ίνα μη τω της τάφρου περιπέσειεν πτώματι· και λαθραίως αυτόν ο Πουλλάδης κατά την μασχάλην τιτρώσκει κοντώ· ου τη πληγή ταραχθέντος ο ίππος παρέσφηλέν τε και αυτόν απεκρήμνισεν. καταβάς ουν ο των προς θεραπείαν αυτού οικειότατος, ω Διακονίτζης το φημιζόμενον, […] και τούτου την κεφαλήν βαστάξας ηξίωσε κομιδής ταύτην ενθείς τοις αυτού γόνασιν· ον ευρηκότες οι στρατηλάται κατέσχον και διατεμόντες αυτήν σπουδαίως τω θεοστέπτω άνακτι Βασιλείω ως δώρον ανέπεμψαν.

Συνεχιστές Θεοφάνους, Bekker, I. (ed.), Theophanes Continuatus (Bonn 1838), 165, 11-167, 10:

Είχε μεν ουν ούτω τα κατά την δύσιν λαμπρώς τε και ετεθρύλητο πανταχού. εφ’ οις αγαλλομένη εκείνη, και οίον τρόπαια επιθείναι μείζω δι’ εφέσεως έχουσα, και τους κατά την ανατολήν Παυλικιανούς επειράτο μετάγειν ως βούλοιτο προς ευσέβειαν ή εξαιρείν και απ’ ανθρώπων ποιείν· ό και πολλών κακών την ημετέραν ενέπλησεν. η μεν γαρ πέμψασά τινας των επ’ εξουσίας (ο του Αργυρού και ο του Δουκός και ο Σουδάλης οι αποσταλέντες ελέγοντο) τους μεν ξύλω ανήρτων, τους δε ξίφει παρεδίδουν, τους δε τω της θαλάσσης βυθώ. ωσεί δέκα μυριάδας ο ούτως απολλύμενος ηριθμείτο λαός, και η ύπαρξις αυτών τω βασιλικώ ταμείω … ήγετο και εισεκομίζετο. υπήρχεν ουν τω στρατηγώ των Ανατολικών (Θεόδοτος ούτος ην ο κατά τον Μελισσηνόν) ανήρ τις εις την υπηρεσίαν καταριθμούμενος, Καρβέας ονόματι, την του πρωτομανδάτορος πληρών αρχήν, τη πίστει των ειρημένων ούτων Παυλικιανών εγκαυχώμενος τε και σεμνυνόμενος. ως ουν τον εαυτού ούτος ακήκοε πατέρα ανηρτήσθαι τω ξύλω, πέρα δεινών τούθ’ ηγησάμενος και τα εαυτού προσοικονομών φυγάς μετά και ετέρων πέντε χιλιάδων της τοιαύτης κεκοινωνηκότων αιρέσεως προς τον της Μελιτηνής τηνικαύτα κατάρχοντα Άμερα γίνεται, κακείθεν προς τον αμεραμνουνή παραγίνονται. μετά δε πολλής αποδεχθέντες τιμής, και λόγον ασφαλείας δόντες τε και λαβόντες ομοίως, εξέρχονται μετ’ ου πολύ κατά της ‘Ρωμαίων γης, και των τροπαίων ένεκεν, επεί προς πολυπληθίαν ενεδίδοσαν, πόλεις τε κτίζειν επιχειρούσιν αυτοίς, την ούτω καλουμένην Αργαούν και την Αμάραν, και αύθις πολλών εκείσε επιρρεόντων τη αυτή κακία ενισχημένων και ετέραν κτίζειν κατάρχουσι, Τεφρικήν ταύτην κατονομάσαντες· αφ’ ων ορμώντες πολλοί κατ’ αυτό γινόμενοι, ό τε της Μελιτηνής Άμερ, όν ούτω πως συμφθείροντες τα στοιχεία Άμβρον εκάλεσαν οι πολλοί, και ο της Ταρσού Αλής και αυτός ούτος ο Καρβέας ο δείλαιος, ουκ έληγον αυθαδώς τη των 'Ρωμαίων γη λυμαινόμενοι. Αλλ’ ο μεν Αλής έν τινι των Αρμενίων χώρα άρχειν αποσταλείς εκείσε θάττον ή βουλής είχε τον βίον κατέστρεψε συν τω εαυτού ακαίρω στρατώ· ο δε Άμερ μετά του συνάρχοντος αυτού του Σκληρού (ούτως ελέγετο) εις εμφύλιον στας πόλεμον εκ φιλονεικίας εφθείρετό τε και εκείνων αλλ’ ου άλλοις πολεμείν ώετο δειν. Εις τοσούτον δε τούτοις η έρις επηύξητο και αλλήλοις αντεστρατήγουν, άχρις αν εις δέκα μόλις έληγεν χιλιάδας η τούτων ισχύς εκ πεντήκοντά που και μικρόν τι προς. επεί γουν ούτος των εχθρών υπερίσχυσεν, έγνω αύθις θρασύτητι καταστρατηγούμενος κατά την ‘Ρωμαίων όπλα κινείν, τω Καρβέα ενούμενος. αντεστρατεύετο δε αυτοίς Πετρωνάς, την του δομεστίκου τότε αρχήν διοικών· λόγω μεν γαρ Βάρδα ταύτην διέπειν εδίδοτο, αλλ’ επεί σχολάζειν ούτος ηναγκάζετο ως επίτροπος, τον αδελφόν ηξίου, στρατηγόν όντα των Θρακησίων, πράγματι ταύτην διέπειν και διοικείν.

Συνεχιστές Θεοφάνους, Bekker, I. (ed.), Theophanes Continuatus (Bonn 1838), 176, 1-177, 17:

Ο δε Βάρδας ην όλος τα της βασιλείας επιτροπεύων και διοικών, και των λοιπών διαφερόντως ως συγγενής του βασιλέως αγαπώμενος· ένθεν και την κουροπαλάτου, οίον άθλον επί τη αδελφή, τιμήν αναδέχεται, και κατά των Ισμαηλιτών και του Άμερ, ώσπερ είρηται, αντιστρατεύονται μετά του Μιχαήλ, άρτι τελούντος αυτού εις άνδρας εξ αγενείων, δυνάμει πάση τε και χειρί. ως δ’ ουν της των εναντίων επέβησαν γης, κατά πόλιν Σαμόσατα λεγομένην, δυνάμει τε βρίθουσαν και ισχύϊ, άγονται, και ταύτην επεχείρουν πολιορκείν. αλλ’ ελελήθεισαν ου κατά Θεοδώρας αίροντες χείραν, κατά δε πολυτρόπων ανδρών. ως μεν γαρ ην τρίτη της εφεδρείας τούτοις ημέρα, η πρώτη δε και κυρία των ημερών, έμελλον δε την αναίμακτον μυσταγωγίαν εκπληρούν ως αν των αγίων μυστηρίων μετάσχοιεν, εξαίφνης, είτ’ αφυλάκτως τελούντες αυτά, είτε και καταφρονητικώς έχοντες προς την πόλιν δι’ απειρίαν ως μη προς βασιλέα ‘Ρωμαίων άραι τολμώντος χείρα τινός, κατά την ώραν εν ή των θείων έμελλον μετασχείν μυστηρίων, πάντοθεν μεθ’ όπλων εκπεπηδηκότες της πόλεως, ουκ ην ιδείν τον όστις ‘Ρωμαίων ουκ εχρήτο φυγή. ένθα και ο Μιχαήλ μόλις που τον ίππον αναβάς φεύγων καθωράτο, αλλ’ ου προπολεμών· ούτω που μόγις εκσέσωστο, σκηνάς αυτάς και την όση τούτοις θεραπεία προσήν εκεί καταλελοιπώς. ένθα και τον προμνημονευθέντα φασίν αριστεύσαι Καρβέαν τον την Τεφρικήν οικοδομησάμενον, και πολύν ου μόνον του χυδαίου φθόρον λαού κατεργάσαθαι, αλλά και των μεγάλων δη στρατηγών ζωγρεία λαβείν τον τε τζαγγότουβον τον Αβεσαλώμ και Σηών τον παλατίνον, και ετέρους υποστρατήγους και τουρμάρχας άχρι των εκατόν. ετηρούντο ουν οι δηλωθέντες στρατηγοί μετά την του πολέμου παραδρομήν εν τη φυλακή· και δη χρήματα ικανά τω Καρβέα εδίδοσαν, οίκοθεν μεταπεμψάμενοι, την αυτών απολύτρωσιν εξαιτούμενοι. ως δ’ έλαβεν επί χείρας ο Καρβέας, ηρώτα τον Σηών ευθύς ει προς αφροδίσια έχοι ερωτικώς και το εαυτού σώμα κίνησιν έχει την εμπαθή· ως δ’ απηγόρευσεν ο Σηών και πάσχειν τι τοιούτον απέφησεν, ηρώτα πάλιν τα όμοια τον Αβεσαλώμ. ο δε την αυτού φωράσας κακίαν και μοχθηρίαν, είτε και άλλως αληθώς, τούτό τε πάσχειν και κίνησιν υπομένειν ειπών, τούτω μεν “λυτρούσαι” έφη “των δεσμών”, και άμα απέλυεν, τω δε Σηών “ου βούλεταί σε το θείον λυθήναι δη της φρουράς”, και άμα εδίδου τούτω τα λύτρα τα δοθέντα αυτώ υπέρ αυτού, και τη φρουρά εγκατέκλειεν άχρις ού την ψυχήν απεστάλαξεν.

Συνεχιστές Θεοφάνους, Bekker, I. (ed.), Theophanes Continuatus (Bonn 1838), 266, 18 - 267, 18:

και επεί κατά τους καιρούς εκείνους ο της Τεφρικής εξηγούμενος, ον Χρυσόχειρα κατωνόμαζον, επ’ ανδρία και συνέσει διαφέρειν δοκών σφόδρα παρελύπει την ‘Ρωμαίων χώραν και τους λαούς, και πολλούς των αγροίκων καθ’ εκάστην αιχμαλώτους ποιούμενος εφρόνει σοβαρά και υπέρογκα, κατ’ αυτού και της υπ’ αυτόν πόλεως εκστρατεύει ο βασιλεύς. του δε σοβαρού και θρασέος εκείνου προς την γενναιότητα του επιόντος στρατεύματος και την σύνεσιν και ανδρίαν του αυτοκράτορος εμφανώς μη τολμήσαντος αντιστήναι, αλλ’ υποχωρούντος και μόνην την οικείαν πόλιν φυλάξαι και κρατύνεσθαι διεγνωκότος, επήει κατά πολλήν του κωλύσοντος ερημίαν ληϊζόμενος και πορθών και κατατέμνων και πυρπολών πάσας τας υπό τον Χρυσόχειρα χώρας και κωμοπόλεις ο βασιλεύς, λείαν άπειρον και αιχμαλωσίαν περιβαλλόμενος. προσβαλών δε και αυτώ τω άστει Τεφρικής, και δι’ ακροβολισμών και προσεδρείας ουχί μακράς ελείν πειραθείς, ως εώρα και τειχών καρτερότητι και πλήθει βαρβαρικώ και αφθονία χρειών κατωχυρωμένον αυτό και δυσάλωτον, επεί και τα εκτός άπαντα δι’ ελαχίστου χρόνου τω πλήθει της στρατιάς κατηρείπωτο και τα αναγκαία σχεδόν κατηνάλωτο, απέστη της προς την πολιορκίαν χρονίου επιμονής· τα δε περί αυτήν φρούρια την Άβαραν και την Σπάθην και έτερά τινα εκπορθήσας, και άρας εντεύθεν ασινή τον περί αυτόν πάντα στρατόν, μετά συχνών, ως είρηται, λαφύρων και ανδραπόδων επανεχώρησεν.

Συνεχιστές Θεοφάνους, Bekker, I. (ed.), Theophanes Continuatus (Bonn 1838), 270, 19-22:

άρας εντεύθεν τη Μανιχαίων προσέβαλε γη. δενδροτομήσας δε ταύτην και τας οικίας πυρί δους και παν διαφθείρων το εν ποσί, το Αργαούθ λεγόμενον αυτών φρούριον και το Κουτακίου και Στεφάνου και ‘Ραχάτ εμπρήσας κατέσκαψεν.

Συμεών Μάγιστρος, Χρονικόν, Wahlgren, S. (ed.), Symeonis Magistri et Logothetae Chronicon (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 44/1, Berlin - New York 2006), 263, 50-52:

υποστρέψας δε ο βασιλεύς εν τη πόλει απέστειλεν Χριστόφορον γαμβρόν αυτού εν Τηβρική και νίκην μεγίστην ποιήσας εκπορθεί ταύτην καταστρέψας έως εδάφους.

Ιωάννης Σκυλίτζης, Σύνοψις Ιστοριών, Thurn, I. (ed.) Iohannis Scylitzae Synopsis Historiarum (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 5, Berlin - New York 1973), 92, 4 - 93, 45:

Και τα μεν κατά την εσπέραν αιθρία είχε και σταθηρά ευσέβεια επολιτεύετο. αγαλλομένη δε η βασιλίς επί τω γεγονότι και τερπομένη και οίον επαυξήσαι το καλόν σπουδάζουσα τους κατά την ανατολήν Μανιχαίους, ους δη και Παυλικιάνους από των αιρεσιαρχών η κοινολεξία οίδε καλείν, μεταγαγείν εσπούδασε προς ευσέβειαν, ή, ει μη τούτο, εξάραι τελέως και απ' ανθρώπων ποιήσαι. ό δη και πολλών συμφορών την οικουμένην ενέπλησεν. οι γαρ επί τω πράξαι το πρόσταγμα εκπεμφθέντες (ο του Αργυρού δε ην Λέων και ο του Δουκός Ανδρόνικος και ο Σουδάλης) μη μετρίως, αλλ’ αγρίως τω επιτάγματι χρώμενοι τους μεν ξύλω ανήρτων, τους δε ξίφει παρεδίδοσαν, άλλους δε άλλαις κακών ιδέαις παρέπεμπον και ποικίλοις και παντοδαποίς κολάσεων τρόποις ωσεί δέκα μυριάδας ανδρών απώλεσαν και τας υπάρξεις αυτών εδημοσίευσαν, ως εντεύθεν το λοιπόν απαναγκασθέν πλήθος προς απόστασιν απιδείν. η δε αρχή της αποστάσεως γέγονε τούτον τον τρόπον. εστρατήγει των Ανατολικών Θεόδοτος ο Μελισσηνός, υπηρέτει τούτω την του πρωτομανδάτορος πληρών αρχήν ανήρ τις την κλήσιν Καρβέας, τη πίστει των Μανιχαίων κατάσχετος. ούτος τον εαυτού πατέρα ανεσκολοπίσθαι μαθών και πέραν δεινού το πραχθέν ηγησάμενος, φυγάς μετά και ετέρων ομοπίστων πεντακισχιλίων προς Άμερα παραγίνεται τον της Μελιτηνής αμηράν, κακείθεν προς τον αμερμουμνήν. παρ’ εκείνου δε μετά πολλής αποδεχθέντες τιμής και λόγους ασφαλείας δόντες τε και λαβόντες εξέρχονται μετ’ ου πολύ κατά της ‘Ρωμαίων γης. πόλεις τε ουν ήρξαντο κτίζειν την Αργαούν λεγομένην και την Άμαραν. και επεί προς πολυανδρίαν επεδίδοσαν, αεί συρρεόντων των διά τον φόβον αποκεκρυμμένων Μανιχαίων, προσέθεσαν ταις δυσί πόλεσι και τρίτην, ην Τεφρικήν κατωνόμασαν. εξ ων ορμώμενοι και τω της Μελιτηνής αμηρά συμμιγνύμενοι Άμερι και Αλείμ τω της Ταρσού ουκ έληγον αφειδώς την ‘Ρωμαίων κατατρέχοντες και πημαινόμενοι γην. αλλ’ ο μεν Αλείμ εν τινι των Αρμενίων χώρα μετά του οικείου στρατού απελθών τον βίον κατέστρεψε συν παντί τω αυτώ επομένω στρατεύματι. και ο Άμερ δε προς εμφύλιον εμπεσών στάσιν, του συνάρχοντος αυτώ επαναστάντος (ο του Σκληρού ούτος ελέγετο), προς τοις οικείοις είχε τον νουν και ετέροις πολεμείν ουκ ηυκαίρει, μέχρις αν το αντίπαλον καταγωνισάμενος αδείας έτυχε. τότε γαρ εκεχειρίαν λαβών και άλλως ουκ ειδώς ηρεμείν τω Καρβέα τε ήνωτο και κατά ‘Ρωμαίων έξεισι πανσυδί. αντιστρατεύει δε κατ’ αυτών ο της βασιλίδος αδελφός Πετρωνάς, την του δομεστίκου των σχολών αρχήν διοικών, λόγω μεν τω πρεσβυτέρω αδελφώ Βάρδα προσήκουσαν, έργω δε παρ’ αυτού διοικουμένην τω μη εκείνον σχολάζειν, αλλά περί την επιτροπήν του βασιλέως προσέχειν τον νουν. ούτος τοίνυν ο Πετρωνάς στρατηγός τυγχάνων των Θρακησίων αντιπαρατάττεται κατά τε Άμερ και του Καρβέα. όπως δε συνεπλάκη και οία έδρασε, κατά τον οικείον τόπον η ιστορία δηλώσει.

Ιωάννης Σκυλίτζης, Σύνοψις Ιστοριών, Thurn, I. (ed.), Iohannis Scylitzae Synopsis Historiarum (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 5, Berlin - New York 1973), 98, 82 - 99, 7:

Έκρινε γουν άμα τω βασιλεί κατά των Ισμαηλιτών εκστρατεύσαι και του της Μελιτηνής αμηρεύοντος Άμερ, άρτι εις άνδρας τελούντι εξ αγενείων, ως δ’ ουν της των εναντίων επέβησαν γης και κατά τα Σαμόσατα εγένοντο (πόλις δε τα Σαμόσατα των παρευφρατιδίων, δυνάμει τε βρίθουσα και ισχύϊ), ταύτην επεχείρουν πολιορκείν. Εμποιησαμένων δε των Σαρακηνών δειλίαν και συγκεκλεικότων ένδον εαυτούς και μηδενός εκπηδώντος του τείχους τάχα διά δειλίαν της βασιλικής δυνάμεως, αμελώς και αφυλάκτως οι ‘Ρωμαίοι διήγον. κατά δε την τρίτην της εφεδρείας ημέραν (η κυρία δε ην και πρώτη των ημερών) της αναιμάκτου θυσίας επιτελουμένης, εν η των θείων μετασχείν έμελλον μυστηρίων, τας πύλας οι Σαρακηνοί διαπετάσαντες και μεθ’ όπλων εκπεπηδηκότες πάντοθεν επιτίθενται τοις ‘Ρωμαίοις. οι δε τω αδοκήτω καταπλαγέντες της επιθέσεως ευθύς προς φυγήν ώρμησαν. ένθα και Μιχαήλ ο βασιλεύς μόλις που τον ίππον αναβάς εργωδώς διεσώθη, της αποσκευής πάσης του βασιλέως και των στρατιωτών ληφθείσης παρά των πολεμίων, του των Μανιχαίων εξηγουμένου Καρβέα μάλλον των άλλων αριστεύσαντος και καταβαλόντος ου μόνον πολλούς των αφανών της στρατιάς, αλλά και ζωγρία λαβόντος ουκ ολίγους των επιφανών στρατηγών και τουρμάρχας των εκατόν ουκ ελάττους, ων οι μεν άλλοι λύτρα δόντες απελύθησαν, μόνος δε Σηών ο στρατηγός τη φυλακή εναπέψυξε.

Ιωάννης Σκυλίτζης, Σύνοψις Ιστοριών, Thurn, I. (ed.), Iohannis Scylitzae Synopsis Historiarum (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 5, Berlin - New York 1973), 135, 1-13:

και πρότερον μεν κατά της Τεφρικής, ης ο Χρυσόχειρ ηγείτο, επ’ ανδρεία και συνέσει διαφέρειν δοκών και σφόδρα τα ‘Ρωμαίων κατατρέχων και ληϊζόμενος. κατά τούτου και της πόλεως εκστρατεύει ο βασιλεύς. του δε μη υποστάντος την επέλευσιν, αλλ’ είσω τειχών γενομένου, καταδραμών την υπ’ αυτόν άπασαν χώραν ο βασιλεύς και ληϊσάμενος, και προς αυτώ τω τείχει της Τεφρικής έθετο την παρεμβολήν, διά προσεδρείας μακράς ελείν το έρυμα οιηθείς. επεί δε κατενόησε πάντοθεν κατωχυρωμένον αυτό, και ανέλπιστον ην αλωθήναι πολιορκία (ήδη γαρ κατεδήδοτο και πάντα τα εν τη χώρα αναγκαία), έλυσε την πολιορκίαν, τα πλησιάζοντα τη Τεφρική φρούρια εκπορθήσας, την Άβαραν, τον Κοπτόν, την Σπάθην και άλλα πολλά.

Ιωάννης Σκυλίτζης, Σύνοψις Ιστοριών, Thurn, I. (ed.), Iohannis Scylitzae Synopsis Historiarum (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 5, Berlin - New York 1973), 138, 65-140, 40:

Τω δ’ επιόντι χρόνω του των Μανιχαίων εξηγουμένου Χρυσόχειρος εις την των ‘Ρωμαίων εμβαλόντος βαρεί στρατώ και ταύτην ληϊζομένου αποστέλλει κατ’ αυτού συνήθως ο βασιλεύς τον των σχολών εξηγούμενον. ούτος δε πάντα τον ‘Ρωμαϊκόν στρατόν συμπαρειληφώς, επειδή σταδαία μάχη κρίναι το παν εδειλία, παρείπετο τέως αυτώ από τινος διαστήματος και τας μερικάς ανείργε καταδρομάς και ου συνεχώρει κατά της χώρας αδεώς διασκίδνασθαι. ως ουν τα μεν δρων, τα δε απρακτών ο βάρβαρος ήδη και της προς τα οίκοι επανόδου εμέμνητο, και μετά λείας συχνής υπέστρεψεν, ο δομέστικος των σχολών δύο των στρατηγών αφώρισε, τον τε του Χαρσιανού και των Αρμενιακών, μετά της περί αυτόν δυνάμεως έκαστον συμπαρομαρτείν τω Χρυσόχειρι άχρι του λεγομένου Βαθυρρύακος, κακείθεν ει μεν επαφήσει, φησί, κατά των ‘Ρωμαϊκών ορίων στρατόν, δήλα θέσθαι αυτώ τα περί τούτου, ει δ’ οίκαδε αμεταστρεπτί βαδίζειεν, εάσαντας τούτον αύθις επανελθείν προς αυτό. εσπέρας ουν καταλαβούσης, και του βαρβαρικού στρατεύματος γεγονότος κατά τον Βαθυρρύακα αυλισαμένου τε κατά την του όρους υπώρειαν, των δε ειρημένων στρατηγών κατασχόντων τα τούτου μετεωρότερα και το μέλλον αποσκοπούντων, εμπίπτει τις έρις περί πρωτείων και άμιλλα τοις των δύο θεμάτων στρατιώταις. οι μεν γαρ του Χαρσιανού εαυτοίς τα της ανδρείας ενίσταντο αρμόζειν πρωτεία, έμπαλιν δε εαυτοίς οι Αρμενιακοί. ως ουν επί πλείστον εχώρει τα της φιλονεικίας και προς το μεγάλαυχον εκάτερον έρρεπε των ταγμάτων, ενταύθα δη λέγεται παρά τινος λεχθήναι του των Αρμενιακών συστήματος, ως “ίνα τι μάτην, ω συστρατιώται, απρεπώς θρασυνόμεθα, εξόν τοις έργοις αναμφισβήτητον αρετήν επιδείξασθαι, οι πολέμιοι γαρ ου μακράν, και έξεστιν επί των έργων φανήναι τους αριστείς.” τους τοιούτους τοίνυν λόγους διενωτισθέντες οι στρατηγοί και την προς ανδρείαν ορμήν κατανοήσαντες του λαού, καταμαθόντες δε και την από του τόπου βοήθειαν, ότι εξ υπερδεξίων μέλλουσιν επιτίθεσθαι τοις πολεμίοις εν κοίλω κειμένοις τόπω, διχή διαιρούσι την δύναμιν. και το μεν έκκριτον ταύτης άχρις εξακοσίων μετ’ αυτών γε των στρατηγών προσβαλείν εκρίθη τω των βαρβάρων στρατώ. το δε λοιπόν και ευαρίθμητον της ‘Ρωμαϊκής στρατιάς εις δόκησιν πλήθους αυτού που συσκευάσαντες προς τα μετέωρα και σύνθημα δόντες, ίν’ όταν ούτοι προσβάλωσι τοις εχθροίς, κακείνον συν αλαλαγμώ μεγίστω και σάλπιγξιν εκπληκτικήν βοήν αναρρήξωσι, συνεπηχούντων και των ορέων, και ούτως αφανώς διά της νυκτός τη στρατοπεδεία των εχθρών πλησιάζωσι. και τοιούτου δοθέντος συνθήματος, ούπω του ηλίου τας ακρωρείας αυγάζοντος, βοή στιβαρά παιανίσαντες και το “σταυρός νενίκηκε” συμβοήσαντες επιτίθενται τοις εχθροίς, συνεπαλαλαξάντων από του όρους και των λοιπών. ευθύς ουν οι βάρβαροι των ανελπίστω καταπλαγέντες και μήτε συστήναι, μήτε το επιόν πλήθος, όσον εστί, λαβόντες καιρόν κατιδείν, μήτ’ άλλο το σωτήριον εαυτοίς εκ του παραχρήμα βουλεύσασθαι, ώρμησαν προς φυγήν. των ουν διωκόντων ‘Ρωμαίων και τους μη συνόντας επιβοωμένων στρατηγούς και τα τάγματα και τον των σχολών αφηγούμενον, καθάπερ αυτοίς συνετέτακτο, και των φευγόντων εις πλείονα συνελαυνομένων φόβον και ταραχήν, συνέβη μέχρι μιλίων τριάκοντα γενέσθαι την δίωξιν και τον μεταξύ χώρον απείροις καταστρωθήναι νεκροίς. τότε δη και ο αναιδής Χρυσόχειρ συν ολίγοις φεύγων των μετ’ αυτού, επεί καταδιώκειν έγνω ‘Ρωμαίόν τινα Πουλάδην την προσηγορίαν, ον αιχάλωτον έλαβέ ποτε κατά την Τεφρικήν και διά αστεϊσμόν και χάριτα και συνήθη είχε και γνώριμον, θεασάμενος αυτόν και γνωρίσας, επιστραφείς· “τι σοι”, φησίν, “ω άθλιε, διεπραξάμην, Πουλάδη, κακόν, ότι με ούτω καταδιώκεις μανιωδώς επιθυμών ανελείν;” ο δε συντόμως υπολαβών· “των ευεργεσιών σου, πάτρων, την αμοιβήν”, έφη, “αποδούναί σοι κατά την παρούσαν ημέραν πεποιθώς ειμι εν θεώ.” ο μεν ουν προήει οίά τις εμβρόντητος και βεβλαμένος τας φρένας, ο δε εφείπετο μετ’ ευτολμίας νεανικής. τάφρω δε βαθεία ο διωκόμενος εντυχών και υπερπηδήσαι ταύτην τον ίππον μη συγχωρών βάλλεται κατόπιν παρά του Πουλάδη φθάσαντος κοντώ κατά της πλευράς. και ο μεν ευθέως περιδινηθείς τω αλγήματι κατερρύη του ίππου, των δε συν αυτώ τις (Διακονίτζης τούτω ην το επώνυμον) του ίππου ρίψας εαυτόν επιμελείας ηξίου τον πεσόντα, τοις τε οικείοις γόνασι την εκείνου κεφαλήν επιθείς και το συμβάν οδυρόμενος. εν τοσούτω δε προσγίνονται τω Πουλάδη και έτεροι, και καθαλλόμενοι των ίππων την του Χρυσόχειρος αποτέμνουσι κεφαλήν ήδη θανατώντος και εκλιμπάνοντος. δεσμούσι δε και τον Διακονίτζην και τοις άλλοις αιχμαλώτοις συγκαταλέγουσιν. ευθύς ουν ευαγγέλια προς τον βασιλέα εκπέμπονται, μεθ’ ων ην και η του Χρυσόχειρος κεφαλή. πεσόντος ουν του Χρυσόχειρος συναπεμαράνθη πάσα η ανθούσα της Τεφρικής ευανδρία. και τα μεν κατά την Τεφρικήν τοιούτον έσχε το τέλος, και εν ώρα μιά η επί μείζον δόξης αρθείσα ύψος των Μανιχαίων πληθύς ωσεί καπνός διελύθη.

 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>