Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Δαλίσανδος

Συγγραφή : Ζάχος Γεώργιος (4/9/2001)

Για παραπομπή: Ζάχος Γεώργιος, «Δαλίσανδος», 2001,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=11848>

Δαλίσανδος (16/12/2008 v.1) Dalisandus (8/4/2009 v.1) 
 

1. Όνομα – Ιστορία

Πόλη ή πόλεις στην περιοχή Λυκαονίας-Ισαυρίας. Δεν είναι γνωστό εάν μία μόνο πόλη έφερε το όνομα Δαλίσανδος/Δαλισανδός ή περισσότερες. Οι υποστηρικτές της πρώτης άποψης την τοποθετούν στο Sinapiç ή Sinabiç, 7 χλμ. βόρεια της πόλης Mut, ή κοντά στον οικισμό Belören, που βρίσκεται 18 χλμ. νοτιοδυτικά του χωριού Karasinir και 26 χλμ. ανατολικά του οικισμού Bozkir, χωρίς ωστόσο σε καμία από τις επιγραφές που βρέθηκαν στις θέσεις αυτές να αναφέρεται το εθνικό. Οι υποστηρικτές της δεύτερης άποψης θεωρούν ότι πρόκειται για μία ισαυροκιλικική πόλη στο Sinapiç και μία λυκαονική στο χωριό Güdelisin1 περ. 7,5 χλμ. νοτιοανατολικά του Karasinir ή στο Gökçe Höyük της Παμφυλίας.

Τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούν υπέρ της ύπαρξης δύο πόλεων με το ίδιο όνομα είναι η αντίφαση που προκύπτει μεταξύ της κοπής νομίσματος ως πόλης του Κοινού των Λυκαόνων και της πληροφορίας του Στέφανου Βυζάντιου για ισαυρική πόλη με δύο ονόματα,2 ενώ προσθέτουν και την αναφορά δύο πόλεων με αυτό το όνομα στα εκκλησιαστικά τακτικά. Χωρίς να μπορεί να αποκλεισθεί η ύπαρξη και άλλης πόλης με αυτό το όνομα, πρέπει να επισημανθεί ότι ο χαρακτηρισμός μιας πόλης ως ισαυρικής και λυκαονικής δεν είναι κάτι ασυνήθιστο σε ένα χώρο όπου τα εθνικά και διοικητικά όρια των δύο αυτών περιοχών δεν ήταν ποτέ καθορισμένα με ακρίβεια, πολύ δε περισσότερο σταθερά διαμέσου των αιώνων, κάτι που μπορεί κανείς να διαπιστώσει και στις περιπτώσεις της Δέρβης και της Λύστρας. Όσο για τις αναφορές των εκκλησιαστικών τακτικών δεν πρέπει να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να πρόκειται για λάθος, αφού αναφέρονται επίσκοποι όχι δύο αλλά τριών πόλεων με το ίδιο όνομα στην Παμφυλία.

Το όνομά της παραδίδεται τονιζόμενο στην προπαραλήγουσα ή στη λήγουσα στη Γεωγραφία του Πτολεμαίου, στο Βίο της Αγίας Θέκλας και στα επισκοπικά τακτικά. Μόνο ο Στέφανος Βυζάντιος το αναφέρει στον πληθυντικό ουδετέρου Λαλίσανδα ή Δαλίσανδα. Το εθνικό απαντά στη γενική Δαλισανδέους αντί -έως, επειδή προέρχεται από επιτύμβια στήλη του Κοράσσιου που δεν είναι λυκαονική πόλη. Στην αιτιατική Δαλισανδέα απαντά σε επιγραφή από το Ικόνιο, ενώ στη γενική πληθυντικού Δαλισανδέων απαντά στα νομίσματα της πόλης. Το δεύτερο συνθετικό του ονόματός της, -σάνδος, προέρχεται πιθανόν από τον ασσυριακό θεό της φύσης Σάνδων.3 Τα μόνα ιστορικά στοιχεία για την πόλη κατά την Αρχαιότητα είναι η ένταξή της στη στρατηγεία Καταονίας στην Καππαδοκία4 και ότι αποτελεί μέλος του Κοινού των Λυκαόνων το 166 και κατά το διάστημα 244-249. Υπήρχε επίσης σε ένα χώρο με πολλά δένδρα και πηγές ναός της Αγίας Θέκλας, η οποία, σύμφωνα με το Βίο της, πολλές φορές έσωσε την πόλη από πολιορκία κατά τη Βυζαντινή περίοδο.

Κόβει νομίσματα μόνο ως μέλος του Κοινού των Λυκαόνων το 166 (επί αυτοκρατόρων Μάρκου Αυρηλίου, Φαυστίνας ΙΙ, Λουκίου Βέρου) και κατά το διάστημα 244-249 (επί Φιλίππου Α΄ και Φιλίππου Β΄ ως καίσαρα). Στην εμπρόσθια όψη τους απεικονίζονται τα πορτρέτα των αυτοκρατόρων, ενώ στην οπίσθια ο Δίας, ο Ηρακλής ή η Αθηνά, θεότητες που πιθανόν λατρεύονταν στην πόλη.5

2. Τοπογραφία

Στο Sinapiç ή Sinabiç, που, κατά την επικρατέστερη άποψη, ταυτίζεται με τη θέση της πόλης ή μιας από τις πόλεις με αυτό το όνομα, η ακρόπολη είναι χτισμένη πάνω σε ένα λόφο με απότομες πλαγιές, εκτός της ανατολικής, απ’ όπου κατέβαινε κανείς προς την πόλη. Το νεκροταφείο της, όπου διακρίνονται λαξευτοί σε βράχο τάφοι της Ρωμαϊκής περιόδου, εντοπίσθηκε κάτω από το τείχος της ακρόπολης. Από αυτό προήλθαν σαρκοφάγοι και 53 επιτύμβιες στήλες της Μέσης Αυτοκρατορικής περιόδου, ανάμεσα στις οποίες και ορισμένες με επικλήσεις στη Σελήνη για το απαραβίαστο των τάφων, αν και λόγω συγκρητισμού χαράζεται δρεπάνι, το έμβλημα του θεού Μην.6

Η θέση στο Güdelisin είναι ένα ύψωμα με ίχνη κατοίκησης από τους Προελληνικούς χρόνους –δεν υπάρχουν ακριβέστερα στοιχεία– μέχρι την Αυτοκρατορική περίοδο. Στη χώρα της υποστηρίζεται ότι ανήκε τμήμα του υψιπέδου που απλώνεται στα βόρεια, τα ανατολικά και τα δυτικά της πόλης. Συγκεκριμένα, στα δυτικά και τα βορειοδυτικά η χώρα της έφτανε μέχρι το χωριό Kara Sinir στους πρόποδες του Karaburun Dag. Σε αυτόν το χώρο βρίσκεται και η ύστερη ρωμαϊκή-βυζαντινή θέση στον οικισμό Güneybağ (πρώην Elmasun). Στα βόρεια έφτανε μέχρι το λόφο Üçkese και το χωριό Kizil Kuyu, ενώ στα ανατολικά εκτεινόταν στο χώρο γύρω από τα χωριά Losta (ή Zosta) και Bozala, όπου η βυζαντινή θέση των Ποσάλων. Από τις επιγραφές της περιοχής θα μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε μία αναθηματική επιγραφή στους αυτοκράτορες Διοκλητιανό και Μαξιμιανό, καθώς και μία επιτύμβια ενός μάρτυρα Παύλου.

Στο Belören, σε απόσταση 1,5 χλμ. νοτιοανατολικά του χωριού, εντοπίσθηκαν σε ένα ύψωμα μήκους 200 μ. και ύψους 10 μ. ευρήματα της 3ης και 2ης χιλιετίας π.Χ., ενώ η ελληνιστική-ρωμαϊκή πόλη φαίνεται ότι καταλάμβανε τους χώρους στα δυτικά και νοτιοδυτικά. Εκεί εντοπίσθηκαν θεμέλια κτηρίων, κέραμοι και όστρακα. Το νεκροταφείο απλωνόταν δυτικά της πόλης, όπως μας υποδηλώνει μια σαρκοφάγος που βρέθηκε λαξευμένη στο βράχο σε απόσταση 0,5 χλμ. από την πόλη. Από εκεί περνούσε πιθανόν ένας δρόμος με κατεύθυνση προς τα βόρεια.

1. Εκεί άλλοι τοποθετούν την Κοδυλησσό, Calder, W.M. – Cormack, J.R.M., Monuments from Lycaonia. The Pisid-Phrygian Borderland. Aphrodisias (ΜΑΜΑ 8, Manchester 1962), σελ. xiii.

2. Στέφ. Βυζ., βλ. λ. «Λαλίσανδα».

3. Zgusta, L., Kleinasiatische Ortsnamen (Heidelberg 1984), σελ. 538-539, αρ. 1.162· Robert, L., Hellenica 13 (Paris 1965), σελ. 150-151, αρ. 234.

4. Πτολ., Γεωγρ. 5.7.7.

5. Mitford T.B., “The Cults of the Roman Rough Cilicia”, Haase, W. – Temporini, H. (eds) (ANRW ΙΙ.18.3, Berlin 1990), σελ. 2.131-2.160, ιδ. 150-151.

6. Mitford T.B., “The Cults of the Roman Rough Cilicia”, Haase, W. – Temporini, H. (eds) (ANRW ΙΙ.18.3, Berlin 1990), σελ. 2.131-2.160, ιδ. 150.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>