Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Καθολικές Ιεραποστολές στη Μ. Ασία

Συγγραφή : Ζέη Ελευθερία (27/11/2002)

Για παραπομπή: Ζέη Ελευθερία, «Καθολικές Ιεραποστολές στη Μ. Ασία», 2002,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=4685>

Καθολικές Ιεραποστολές στη Μ. Ασία (4/4/2011 v.1) Catholic Missions in Asia Minor - προς ανάθεση 
 

1. Προϊστορία και σταθμοί στην ιστορία των ιεραποστολών της Aνατολής

Από την επομένη της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης, ο Μωάμεθ ο Πορθητής αναγνώρισε στους Γενουάτες του Γαλατά τα προνόμια των εθνοτήτων που προέβλεπαν την ελεύθερη άσκηση της θρησκείας. Οι καθολικοί, οι χριστιανοί Αρμένιοι και οι μαρωνίτες εξαιρέθηκαν από τα προνόμια αυτά, αλλά η κατάσταση άλλαξε μετά τη σύναψη των εμπορικών συμφωνιών –των λεγόμενων «διομολογήσεων» (capitulations)– μεταξύ του Σουλεϊμάν Α΄ του Μεγαλοπρεπούς (1520-1556) και του Γάλλου βασιλιά Φραγκίσκου Α΄ (1515-1547).

Επικαλούμενοι τις διομολογήσεις του 1535, οι δομινικανοί μοναχοί ίδρυσαν το ίδιο έτος στην Κωνσταντινούπολη τη μονή των Αγίων Πέτρου και Παύλου. Το 1584 εγκαταστάθηκαν και οι φραγκισκανοί στο ναό της Παναγίας Draperi, ενώ οι καπουτσίνοι δεν είχαν ακόμη καταφέρει να δημιουργήσουν εστία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, παρά τις απόπειρες των ετών 1551 και 1587.

Από το 1563, οι ιησουίτες της Γαλλίας, επανερχόμενοι σε παλαιότερο σχέδιο του μοναχού Iγνάτιου Λογιόλα, που προέβλεπε τη λειτουργία καθολικών εκπαιδευτικών κέντρων στα Ιεροσόλυμα, την Κωνσταντινούπολη και την Κύπρο, επιδίωξαν να εγκατασταθούν στην Κωνσταντινούπολη, αλλά οι συνθήκες δεν ήταν ακόμη ευνοϊκές.

Το 1581 εγκαινιάστηκε επίσημα η παρουσία του δυτικού μοναχισμού στην Ανατολή: σύμφωνα με νέα προσθήκη στις διομολογήσεις του 1535 αποφασίστηκε η ανασύσταση της μονής του Αγίου Bενέδικτου, που είχε οικοδομηθεί στην Kωνσταντινούπολη το 1451 και είχε παραχωρηθεί από το Σουλεϊμάν Α΄ στο Φραγκίσκο Α΄. Ο Γάλλος πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη Germiny de Germoles προτιμούσε να επανδρώσει τη μονή με ιησουίτες μοναχούς, άποψη που ασπαζόταν και ο Βενετός βάιλος της Κωνσταντινούπολης Φραγκίσκος Mοροζίνι, αλλά με την προϋπόθεση να κληθούν Ιταλοί μοναχοί. Έτσι έφτασε στην Ανατολή η ομάδα Mancinelli (από τον όνομα του αρχηγού της, του Ιταλού μοναχού J. Mancinelli), στην οποία συμμετείχε και ο πρώτος Έλληνας ιησουίτης, ο Φώτιος Aλφαίος ή Φραγκίσκος.1

Η δράση των ιεραποστολών στην Ανατολή συναντούσε κατά καιρούς προσκόμματα, που συχνά οδηγούσαν στην πρόσκαιρη παρακμή τους. Τα εμπόδια προέρχονταν κυρίως από την Ορθόδοξη Εκκλησία και την πολιτική του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως απέναντι στο δυτικό στοιχείο και τις εκκλησίες του. Η πιο σημαντική κρίση προέκυψε κατά την πατριαρχία του Κυρίλλου Λουκάρεως (1572-1638), ο οποίος, ενώ είχε στενές σχέσεις με τη Δύση και είχε επηρεαστεί από τις ευρωπαϊκές απόψεις για την παιδεία στα εκπαιδευτικά του προγράμματα, ήταν περισσότερο στραμμένος προς τον καλβινισμό και εκδήλωνε έντονη αντίθεση προς τον καθολικισμό και, ιδιαίτερα, προς το τάγμα των Iησουιτών. Η προπαγάνδα που ακολούθησε, έτσι, τη δεύτερη πατριαρχία του (1623-1638) προκάλεσε την αγανάκτηση της Γαλλίας, η οποία, μέσω του πρέσβη της στην Κωνσταντινούπολη, απαγόρευσε την εισαγωγή γαλλικών εμπορευμάτων και απείλησε την Οθωμανική Αυτοκρατορία με διακοπή των διπλωματικών σχέσεων. Από το 1629 στη διαμάχη αναμείχθηκαν και οι καπουτσίνοι μοναχοί του Αγίου Γεωργίου στο Γαλατά. Εξαιτίας της κρίσης αυτής ανάμεσα στον Κύριλλο Λούκαρι και τους ιησουίτες επικράτησε αργότερα η φήμη ότι στους τελευταίους οφείλεται ο στραγγαλισμός του πατριάρχη το 1638, πράγμα που υποστηρίζει και ο A. Kομνηνός-Yψηλάντης στο έργο του Tα μετά την Άλωσιν.2

Μετά την επαναλειτουργία της μονής του Αγίου Bενέδικτου στις 14 Ιουλίου 1628 ακολούθησε μια περίοδος ακμής των δυτικών ιεραποστολών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία· τα μέλη των ιεραποστολών, οι αποστολικοί επισκέπτες της λατινικής προπαγάνδας και οι αποσπασμένοι στα προξενεία της Ανατολής άφησαν λεπτομερή υπομνήματα και αναφορές για την κατάσταση των εκκλησιών και των πληθυσμών τους στα μεγάλα λιμάνια της Ανατολής, καθώς και πληροφορίες για το εμπόριο και την οικονομική δραστηριότητα των πόλεων και των περιχώρων τους, πηγές πολυτιμότατες για τον ιστορικό: Τέτοιες αναφορές ήταν π.χ. του C.H. Boilesve (1653), του P. Ricaut (1679), του François Tarillon (1714) κ.ά.

Η κάμψη ήρθε το 1723 και διήρκεσε μέχρι το 1773· τα κύρια αίτια της παρακμής είναι: η γενική υποχώρηση των Λατίνων στην Ανατολή εξαιτίας της ανατροπής των πολιτικών και πολεμικών ισορροπιών στο Αιγαίο και στα παράλια της Ανατολικής Μεσογείου, αλλά και εξαιτίας των κοινωνικών ανακατατάξεων στο εσωτερικό των λατινοκρατούμενων κέντρων της Μεσογείου, η μείωση του ενδιαφέροντος των δυτικών χωρών, και ιδιαίτερα της Γαλλίας, για την προπαγάνδα στην Ανατολή, καθώς και ο αποκλεισμός των ιησουιτών από τα γαλλικά κoινοβούλια το 1762 και οι έντονες αντικαθολικές τάσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου από την εποχή του πατριάρχη Κυρίλλου Δ΄ του Kαρακάλλα (1748-1757).

Η αποκατάσταση του τάγματος των Ιησουιτών το 1814 στην Κωνσταντινούπολη έγινε από το Σικελό μοναχό F. Franco· έναν αιώνα μετά, ιησουίτες της Σικελίας ίδρυσαν στο Γαλατά το μεγάλο Κολέγιο της Αγίας Πουλχερίας, που λειτούργησε μέχρι το 1893. Η παρουσία του κολεγίου υπήρξε καθοριστική για τις καθολικές ιεραποστολές της Ανατολής το 19ο αιώνα.

2. Καθολικές ιεραποστολές της Σμύρνης

Η πρώτη εγκατάσταση Δυτικών στη Σμύρνη ανάγεται στο έτος 1261, όταν υπογράφτηκε η συνθήκη του Nυμφαίου μεταξύ του Μιχαήλ Η΄ του Παλαιολόγου και των Γενουατών. Επόμενος σταθμός των Λατίνων στη Σμύρνη είναι το 1334, όταν οι ιππότες της Ρόδου, με τη συνεργία των Ενετών της Κύπρου, κατατρόπωσαν σε ναυμαχία τους Τούρκους κατακτητές της Σμύρνης και κατέλαβαν το βυζαντινό φρούριο της πόλης, δίνοντάς του την ονομασία «Άγιος Πέτρος». Το 1453 η Σμύρνη έπεσε ξανά στα χέρια των Tούρκων.

Από τις αρχές του 17ου αιώνα η Σμύρνη γνώρισε μια συνεχή πορεία οικονομικής ακμής, που ανακόπηκε οριστικά με την πυρπόλησή της το 1922. Στην άνθησή της συνέβαλε ουσιαστικά, μεταξύ άλλων, και η πολυπληθής παρουσία των Δυτικών εμπόρων και ιεραποστόλων, που ήταν εγκατεστημένοι στο λεγόμενο «Φραγκομαχαλά».

Στη συνοικία αυτή ζούσαν Γάλλοι (η πιο πολυπληθής παροικία), Άγγλοι, Ιταλοί, Γερμανοί, Ραγουζαίοι, Μαλτέζοι, Βενετσιάνοι και Πολωνοί· τη συνοικία διέσχιζε η οδός των Φράγκων με τους πλούσιους εμπορικούς οίκους και τα ιδρύματα των φραγκισκανών, των καπουτσίνων και των ιησουιτών. Ήταν ιδιαίτερα αριστοκρατική και πλούσια συνοικία, τα σπίτια της θεωρούνταν από τα ωραιότερα της Ανατολής, γι’ αυτό και ήταν γνωστή και με το όνομα «αρχοντομαχαλάς».

3. Φραγκισκανοί

Το πρώτο τάγμα που εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη το 1348 ήταν αυτό των φραγκισκανών. Το 1480 οι δομινικανοί (παρακλάδι του τάγματος των Φραγκισκανών) ίδρυσαν τη δική τους μονή στη συνοικία, η οποία ονομάστηκε αργότερα Pointe. Μετά την κατάληψη της Σμύρνης από τους Τούρκους, οι φραγκισκανοί κατοίκησαν στη συνοικία κοντά στην Αγία Φωτεινή, την ελληνική μητρόπολη. Το 1612, με τη στήριξη του προξένου της Βενετίας μετέτρεψαν το οίκημα σε μικρή μονή, για τη συντήρηση της οποίας οι Βενετοί επέβαλαν στα ευρωπαϊκά πλοία φόρο δέκα πιάστρα. Μέχρι την εγκατάσταση των ιησουιτών το 1623, οι φραγκισκανοί ήταν οι μόνοι καθολικοί μοναχοί σε όλη τη Mικρά Ασία.

Τα τάγματα των Ιησουιτών και των Καπουτσίνων ιδρύθηκαν την εποχή του σχίσματος της Δυτικής Εκκλησίας (πρώτο μισό του 16ου αιώνα), είχαν αντιμεταρρυθμιστικό και συντηρητικό χαρακτήρα και προστατεύονταν από τους καθολικούς ηγεμόνες της Δύσης, όπως ήταν οι βασιλιάδες της Γαλλίας, ενώ αντιμετώπιζαν τη δυσμένεια της Βενετίας, από όπου είχαν διωχθεί το 1606.

4. Kαπουτσίνοι

Στην Oθωμανική Αυτοκρατορία ευνοϊκή μεταχείριση είχε και το τάγμα των Καπουτσίνων. Στους μεγάλους σταθμούς, στην Kωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη και τη Χίο, οι μονές των καπουτσίνων λειτούργησαν λίγα χρόνια μετά την άφιξη των ιησουιτών: στην Κωνσταντινούπολη το 1628, στη Σμύρνη το 1629 και στη Χίο το 1628. Η παρουσία και των δύο ταγμάτων σε περιοχές με μικρό καθολικό πληθυσμό όξυνε τις τριβές και τις αντιθέσεις, στις οποίες ο ρόλος των προξένων ήταν καθοριστικός. Το 1665 οι καπουτσίνοι ανέλαβαν τη σχολή μεταφραστών (δραγουμάνων) που ίδρυσε στη συνοικία του Πέραν, στην Κωνσταντινούπολη, ο υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας I.B. Colbert.

Οι καπουτσίνοι ακολουθούσαν δράση παρόμοια με αυτήν των ιησουιτών: Διατηρούσαν σχολεία για τα παιδιά των σχισματικών, κήρυσσαν στα αραβικά, στα τουρκικά, στα αρμενικά και στα ελληνικά στις εκκλησίες τους. Ο ένας από τους δύο μοναχούς που αναλάμβαναν κάθε ιεραποστολή εκτελούσε και χρέη γιατρού. Ακόμη επιδίδονταν σε φιλανθρωπικές εξορμήσεις και σε αποστολές σωτηρίας των χριστιανών σκλάβων στις γαλέρες και αναλάμβαναν να δώσουν τη θεία μετάληψη στους κατάδικους που εξέτιαν την ποινή τους στις γαλέρες του σουλτάνου στην Κύπρο και το Kάιρο.3

5. Ιησουίτες

Το 1621 έφτασε στην Ανατολή ο ειδικός απεσταλμένος του Λουδοβίκου IΓ΄ στην Υψηλή Πύλη, ο Λουδοβίκος Des Hayes. Κύριος σκοπός της αποστολής του ήταν να εξασφαλιστεί η ελεύθερη μετακίνηση των χριστιανών στους Αγίους Τόπους και το δικαίωμα συμμετοχής των Γάλλων μοναχών στα προσκυνήματα της Παλαιστίνης. Στο ταξίδι αυτό, ο Des Hayes διερεύνησε την κατάσταση των καθολικών κοινοτήτων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, και ιδιαίτερα των Γάλλων εμπόρων που ήταν εγκατεστημένοι στις «σκάλες» (λιμάνια) της Ανατολικής Μεσογείου: γι’ αυτό και συνεννοήθηκε με τον De Césy, Γάλλο πρέσβη στο Γαλατά, και τον επικεφαλής της μονής του Αγίου Bενέδικτου και αρχηγό του τάγματος των Iησουιτών στην Κωνσταντινούπολη, το μοναχό De Canillac, ο οποίος και συμφώνησε για την εγκατάσταση υφισταμένων του στη Σμύρνη και στα νησιά του Αιγαίου. Με εντολή του Γάλλου μονάρχη, ο πρέσβης υπέβαλε στην Πύλη αίτηση για να δοθεί γενική άδεια για ελεύθερη και δημόσια διδασκαλία στους ιησουίτες, ώστε να μπορούν να ιερουργούν, να εξομολογούν και να τελούν τα μυστήρια και όλο το τυπικό του τάγματός τους σε όσες πόλεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υπήρχαν γαλλικά προξενεία. Έτσι, το τάγμα των Ιησουιτών εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη το 1623, μέσα στο κλίμα των ευνοϊκών σχέσεων των ντόπιων με τους Λατίνους· την ίδια περίπου εποχή εγκαταστάθηκαν στη Νάξο και στη Σαντορίνη, ενώ μισό αιώνα μετά στη Θεσσαλονίκη.

Το Νοέμβριο του 1623 ο De Canillac έφτασε στη Σμύρνη, συνοδευόμενος από τον Τήνιο μοναχό Iωάννη Kολλάρο, και ίδρυσε στο παρεκκλήσι του πρώτου προξένου της Γαλλίας S. Napollon την πρώτη θυγατρική μονή του Αγίου Bενέδικτου της Κωνσταντινούπολης. Το επόμενο έτος ο De Canillac πήρε τον τίτλο του πρώτου γενικού βικάριου με εξουσίες εφημέριου, πράγμα που προκάλεσε τη δυσαρέσκεια των φραγκισκανών της Σμύρνης και των υποστηρικτών τους Βενετών.

Τη δεκαετία του 1620-1630 το τάγμα των Iησουιτών γνώρισε μεγάλη ακμή στη Σμύρνη. Την περίοδο αυτή ιδρύθηκαν και όλοι οι σταθμοί τους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία με εξαίρεση τη μονή της Σύρου. Κατά τη διετία 1629-1630, η ιεραποστολή των ιησουιτών της Σμύρνης γνώρισε κρίση, λόγω της διαμάχης μεταξύ των ιησουιτών και του Κυρίλλου Λουκάρεως στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και των διαφορών με τους καπουτσίνους της Σμύρνης: Στα τέλη του 1628 διορίστηκαν δύο καπουτσίνοι στο γαλλικό προξενείο της Σμύρνης, στη θέση των τεσσάρων ιησουιτών που υπηρετούσαν εκεί από το 1624. Στις 23 Δεκεμβρίου 1631, ο Γάλλος πρέσβης της Σμύρνης Henri de Marcheville απέσπασε διάταγμα της Ιεράς Συνόδου για τη διάδοση της πίστης, σύμφωνα με το οποίο το προξενικό παρεκκλήσι αναβαθμιζόταν σε ενορία με εφημέριο τον ηγούμενο των καπουτσίνων. Έτσι ξέσπασε η κρίση, που οδήγησε στην αποχώρηση από τη Σμύρνη του τότε ηγουμένου των ιησουιτών Antoine Arnaud Riondet, διαδόχου του De Canillac.

Η θέση των ιησουιτών στη Σμύρνη βελτιώθηκε όταν στη θέση του πρέσβη Marcheville ήρθε ο Jean de la Haye-Vantelet. Mε την υποστήριξή του το τάγμα απέκτησε δική του μονή και παρεκκλήσιο στην περιοχή Maltais (Mαλτέζικα) του Φραγκομαχαλά. Μια νέα κρίση στις σχέσεις μεταξύ των δύο ταγμάτων σημειώθηκε τον Ιούνιο του 1655, όταν τη θέση του γενικού τοποτηρητή της επισκοπής Σμύρνης Ch. Boilesve πήρε ένας καπουτσίνος.

Ο σεισμός της 10ης Ιουλίου 1688 και η πυρκαγιά που ακολούθησε κατέστρεψαν κυρίως το Φραγκομαχαλά. Από τις μονές των ιησουιτών, των φραγκισκανών και των καπουτσίνων έμειναν μόνο ερείπια. Το πλήγμα που υπέστησαν τα τάγματα των καθολικών και η κοινότητα των Γάλλων εμπόρων ήταν σοβαρό· οι περισσότεροι κατέφυγαν στη Χίο. H μονή των ιησουιτών ανοικοδομήθηκε αργότερα, το 1691, χάρη στην οικονομική βοήθεια του Εμπορικού Επιμελητηρίου της Μασσαλίας.

Μετά το 1720 οι ιεραποστολές της Σμύρνης ακολούθησαν τη μοίρα του καθολικισμού σε όλη την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αν και ο καθολικός πληθυσμός της Σμύρνης αυξήθηκε με τη μετανάστευση των καθολικών από τις Κυκλάδες. Εκείνη την περίοδο γνώρισαν ιδιαίτερη ακμή οι καθολικοί Αρμένιοι της πόλης. Ανώνυμος ιησουίτης αναφέρει το 1720 στο Γάλλο συνάδελφό του Père Fr. Fleuriau ότι κάποιοι έμποροι της κοινότητας των Αρμενίων είχαν κατηχηθεί από τους δομινικανούς, ενώ σχεδόν όλη η επαρχία Nακιβάν είχε ασπαστεί τον καθολικισμό. Όταν τα καραβάνια τους έφταναν στη Σμύρνη, οι καθολικοί Αρμένιοι έσπευδαν να μεταλάβουν. Τα Xριστούγεννα και το Πάσχα έφευγαν από τη Σμύρνη ιεραποστολές για το Γκιουζελχισάρ, τα Θυάτειρα (Ακσάρ) και άλλες γειτονικές περιοχές, όπου συγκεντρώνονταν Αρμένιοι έμποροι· στόχος της αρμενικής καθολικής ιεραποστολής της Σμύρνης ήταν να επεκτείνει τις δραστηριότητές της στα περίχωρα της πόλης και να συνοδεύει τα εμπορικά καραβάνια στα ταξίδια τους.4

Αφού αντιμετώπισαν την καταστροφή μιας νέας πυρκαγιάς το 1763, το 1764 απαγορεύτηκαν οι δραστηριότητες του τάγματός τους μέσα στην Πόλη. Το 1788 κατάφεραν να ανακτήσουν τη μονή τους, δύο αποθήκες και ένα οικόπεδο στη συνοικία Mαλτέζικα.

Το 1794 οι διάδοχοί τους λαζαριστές άνοιξαν σχολή στη Σμύρνη, που καταστράφηκε από πυρκαγιά το 1797. Το 1838 θεμέλιωσαν την εκκλησία της Ιεράς Καρδίας του Σωτήρος στη θέση του άλλοτε ναού των ιησουιτών· η εκκλησία και το Κολλέγιο των Λαζαριστών λειτούργησαν μέχρι την καταστροφή της πόλης το 1922.

6. Tο έργο των ιησουιτών

Οι ιησουίτες οργάνωσαν σχολή στη Σμύρνη, όπου φοιτούσαν τα παιδιά Ελλήνων, Λατίνων και Αρμενίων.5 Το 1635 η σχολή δεν αριθμούσε περισσότερους από 32 σπουδαστές, αλλά στη συνέχεια ο αριθμός τους αυξήθηκε σημαντικά. Η διδασκαλία στα παιδιά γινόταν τις απογευματινές ώρες και η κατήχηση των ενηλίκων τις Κυριακές. Χρησιμοποιούσαν και οπτικοακουστικά μέσα για να προσελκύσουν το ενδιαφέρον των μαθητών. Με την πάροδο του χρόνου επέκτειναν τις αίθουσες διδασκαλίας και κατασκεύασαν γυναικωνίτη στο παρεκκλήσιό τους. Ο Ch. Boilesve έγραφε στην αναφορά του 1652-1653: «Παραδίδουμε μαθήματα δύο φορές τη μέρα. Στα παιδιά των Ελλήνων και των Φράγκων μαθαίνουμε να γράφουν με ελληνικούς και λατινικούς χαρακτήρες. Στα πρώτα διδάσκουμε την ελληνική και στα δεύτερα τη λατινική… Όταν ο πατέρας Lucas έκανε θρησκευτικά, έντυνε δύο παιδιά αγγέλους και τα έβαζε να απαγγέλλουν το μάθημα μπροστά σ’ ένα τραπέζι στρωμένο με δώρα. Με τον τρόπο αυτό προσέλκυε πολλούς θεατές».6

Ο πρώτος καθηγητής στη σχολή των ιησουιτών στη Σμύρνη υπήρξε ο μοναχός Ιερώνυμος Querot από τη Λιόν (όπου γεννήθηκε το 1588), από τους πιο μορφωμένους ιεραποστόλους. Ήρθε στην Κωνσταντινούπολη το 1614, και το 1624 εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη, όπου δίδαξε φιλολογία, αριθμητική και θρησκευτικά. Συνέταξε μάλιστα λεξικό σε έξι γλώσσες (λατινικά, ελληνικά, ιταλικά, γαλλικά, τουρκικά και αρμενικά). Το 1630 πήγε στο Xαλέπι της Συρίας και το 1641 ίδρυσε τη μονή της Δαμασκού, όπου και πέθανε το 1653.

Το 17ο αιώνα οι ιησουίτες της Σμύρνης διέθεταν τη μονή και το παρεκκλήσι στο Φραγκομαχαλά, ένα δεύτερο μικρό ναό αφιερωμένο στον άγιο Aλοΐσιο Γονζάγα, που περιγράφεται στο Ημερολόγιο και Οδηγό Σμύρνης και των πέριξ πόλεων και νήσων του έτους 1889. Αυτός ο ναός αναφέρεται πιθανότατα από τους περιηγητές Thévenet Le Cadet και Laurentius d’Arvieux·7 βρισκόταν στο τέλος της παραλιακής οδού και εκεί γινόταν η κατήχηση.

Στις δημόσιες θρησκευτικές τελετές του τάγματος έπαιρναν μέρος πιστοί όλων των δογμάτων, πρακτική που χαρακτήριζε τη θρησκευτική πολιτική των Λατίνων στην Ανατολή. Η κυριότερη από τις τελετές αυτές ήταν η Αγία Δωρεά, κατά την οποία γινόταν η περιφορά του καθαγιασμένου Άρτου στην οδό των Φράγκων και εκεί παρίσταντο από κοινού Λατίνοι, Έλληνες, Αρμένιοι, ακόμη και προτεστάντες· άλλες ήταν η Κοίμηση της Θεοτόκου και η τελετή στη μνήμη του αγίου Λουδοβίκου, προστάτη της Γαλλίας. Εξάλλου οι ιησουίτες είχαν καθιερώσει να ψάλλονται στα ελληνικά το «Πάτερ ημών» και το «Χαίρε Μαρία», που είχε μελοποιήσει ο René De Saint-Cosme, ιησουίτης μοναχός στη μονή της Νάξου.

Στη δημιουργία ομαλών σχέσεων μεταξύ των Ελλήνων και των καθολικών της Σμύρνης, ιδιαίτερα των ιησουιτών, σημαντική υπήρξε η συμβολή του ενωτικού μητροπολίτη Σμύρνης Ιακώβου. Ο Ιάκωβος εκτιμούσε τους «μαύρους παπάδες» ή Karapapasler –έτσι ονόμαζαν τους ιησουίτες οι Οθωμανοί– για το εκπαιδευτικό έργο τους,8 όπως φαίνεται από τις επιστολές του προς τον ηγούμενo του τάγματος Père M. Vitellechi και το Γάλλο βασιλιά Λουδοβίκο IΓ΄. Ο ίδιος είχε εμπιστευτεί τη μόρφωση του ανιψιού του, του βαφτισιμιού του και του ιεροδιακόνου του στον I. Querot.

1. Στα Γενικά Aρχεία των Iησουιτών στη Pώμη (ARSI, Gallia 101, f. 2-8) υπάρχει η αναφορά του Mancinelli, όπου περιγράφεται το δύσκολο έργο της πρώτης αυτής ιεραποστολικής ομάδας στην Oθωμανική Αυτοκρατορία, με τίτλο: De missione NOSTRA Constantinopolim. Narratio patris Julii Mancinelli.

2. Kομνηνός-Yψηλάντης, Α., Εκκλησιαστικών και Πολιτικών των εις δώδεκα βιβλίον Η΄, Θ΄ και Ι,΄ ήτοι Τα μετά την Άλωσιν (1453-1879) (Kωνσταντινούπολις 1870), σελ. 142.

3. Lefèvre, M., Théâtre de la Turquie (Paris 1688), σελ. 53-54.

4. Lettres édifiantes et curieuses concernant l’Asie, l’Afrique et l’Αmérique avec quelques relations nouvelles des missions et des notes géographiques et historiques Ι (Paris 1838-1843), σελ. 32.

5. Σολομωνίδης, Χ., H παιδεία στη Σμύρνη (Aθήνα 1961), σελ. 13.

6. Aναφορά Μαΐου 1652-Μαΐου 1653, την οποία δημοσιεύει o Père V. Laurent στο: L’Unité de l’Eglise (mars-avril 1935), σελ. 444 κ.ε. Bλ. και Carayon, Α., Relations inédites des missions de la Compagnie de Jésus à Constantinople et dans le Levant au XVIIe siècle (Poitiers – Paris 1864), σελ. 165 κ.ε.

7. D’Arvieux, L., Mémoires du chevalier d’Arvieux (Paris 1735), σελ. 51.

8. Πούχνερ, B., «Iησουίτικο θέατρο στο Αιγαίο του 17ου αιώνα», Aριάδνη 3 (1985), σελ. 195.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>