Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Τύανα (Αρχαιότητα)

Συγγραφή : Σοφού Αθανασία (16/10/2002)

Για παραπομπή: Σοφού Αθανασία, «Τύανα (Αρχαιότητα)», 2002,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=6567>

Τύανα (Αρχαιότητα) (3/9/2008 v.1) Tyana (Antiquity) (23/6/2011 v.1) 
 

1. Ανθρωπογεωγραφία

Αρχαία πόλη της Καππαδοκίας που βρίσκεται σε απόσταση 8 χλμ. από τη σύγχρονη κωμόπολη Bor. Ταυτίζεται με το σύγχρονo χωριό Kemerhisar. Η περιοχή της πόλης ορίζεται στις τρεις πλευρές της από οροσειρές: στα νότια από το Bolkar Dağları, στα βόρεια από το Melendiz Dağı και στα ανατολικά από το PozantıDağı.1 Κατά τη διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας τους τα Τύανα άλλαξαν πολλές ονομασίες. Μνημονεύονται για πρώτη φορά τη Χεττιτική περίοδο με την ονομασία Tuwanuwa ή Tuhanuwa, από την οποία πρέπει να προήλθε η ονομασία Θόανα που παραδίδει ο Αρριανός. Ταυτίζονται πιθανότατα με τα Δάνα των Περσικών χρόνων. Παραλλαγή του χεττιτικού τοπωνυμίου αποτελεί και το τοπωνύμιο Τύανα που εμφανίζεται για πρώτη φορά σε νομίσματα του Καππαδόκη ηγεμόνα Αριαράμνη (255-220 π.Χ. περίπου).

Η ελληνική ονομασία «Ευσέβεια στον Ταύρο» υπήρξε πρωτοβουλία κάποιου Καππαδόκη βασιλιά που έφερε το παρωνύμιο Ευσεβής, πιθανότατα του Αριαράθη Ε' Ευσεβή (164/3-159 και 157/6-130 π.Χ.) που ακολούθησε μια κατεξοχήν φιλελληνική πολιτική. Το νέο τοπωνύμιο παρέμεινε σε χρήση το αργότερο μέχρι τη μετατροπή του καππαδοκικού βασιλείου σε ρωμαϊκή επαρχία το έτος 17 μ.Χ., οπότε επανήλθε και καθιερώθηκε η παλαιά ονομασία Τύανα. Τέλος, το 213 μ.Χ. μετονομάστηκαν από τον αυτοκράτορα Καρακάλλα σε Colonia (Aureliana) Antoniana Tyanorum.2

Ο πληθυσμός των Τυάνων, όπως άλλωστε και της ευρύτερης νότιας Καππαδοκίας, ήταν καππαδοκικής, ποντικής, φρυγικής και ιρανικής προέλευσης. Μολονότι τα ελληνικά ονόματα απαρτίζουν το ήμισυ περίπου των σωζόμενων ανθρωπωνυμίων, ο μεγάλος αριθμός τους δεν τεκμηριώνει την εγκατάσταση στα Τύανα μιας αντίστοιχα μεγάλης ελληνικής κοινότητας, διότι πολλά από αυτά τα ονόματα αποτελούν εξελληνισμένους τύπους αυτόχθονων ανθρωπωνυμίων. Με εξαίρεση τους πολυάριθμους Ρωμαίους αποίκους και αξιωματούχους λίγοι ήταν οι ξένοι που εγκαταστάθηκαν στην πόλη: οι πηγές τεκμηριώνουν την ύπαρξη ενός μικρού αριθμού Σύρων και Αιγυπτίων.3

2. Ιστορία

Η τοπική παράδοση των Τυάνων φαίνεται ότι απέδιδε την ίδρυση της πόλης στους μυθικούς ήρωες Ορέστη και Πυλάδη. Σύμφωνα με έναν άλλο μύθο όμως οικιστής της ήταν η βασίλισσα των Ασσυρίων Σεμίραμις, εκδοχή στην οποία επιβιώνει ενδεχομένως η μνήμη κάποιας ασσυριακής εμπορικής αποικίας που θα υπήρχε στη θέση αυτή στις αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ. Η πρώτη ιστορική μνεία του οικισμού ανάγεται στη Χεττιτική περίοδο, κατά την οποία τα Tuwanuwa ήταν έδρα τοπικών βασιλέων. Τον ύστερο 8ο αι.- πρώιμο 7ο αι. π.Χ. είχαν συμμαχήσει με το φρυγικό βασίλειο. Τον ύστερο 7ο αι. π.Χ. περιήλθαν στο βασίλειο των Μήδων και από τα μέσα του 6ου αι. εντάχθηκαν στο περσικό κράτος.

Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας των Μυρίων (401 π.Χ.), ο Κύρος Β' στάθμευσε στα Δάνα, τα οποία ο Ξενοφώντας χαρακτηρίζει «πόλιν οικουμένην, μεγάλην και ευδαίμονα». Εάν πράγματι τα Τύανα ταυτίζονται με τα Δάνα, τότε είχαν αναδειχθεί σε στρατηγικής σημασίας κέντρο του περσικού διοικητικού μηχανισμού, πιθανόν έδρα σατραπείας.4

Κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους τα Τύανα εντάσσονται στο κράτος της καππαδοκικής δυναστείας των Αριαραθιδών και μνημονεύονται για πρώτη φορά με αυτή την ονομασία επί της ηγεμονίας του δυνάστη Αριαράμνη. Την ίδια εποχή καθώς και κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αριαράθη Γ' (255 - 220 π.Χ. περίπου) λειτουργούσε εκεί ένα από τα νομισματοκοπεία της δυναστείας. Ήταν πρωτεύουσα της ομώνυμης στρατηγίας Τυανίτιδας και αναδείχθηκαν στη δεύτερη σημαντικότερη πόλη του καππαδοκικού βασιλείου.5 Μετά την υπαγωγή του καππαδοκικού βασιλείου στη ρωμαϊκή κυριαρχία το έτος 17 μ.Χ., τα Τύανα εξελίχθηκαν σε σημαντικό σταθμό της μεγάλης στρατιωτικής οδού που από το Βυζάντιο οδηγούσε στην Αντιόχεια. Πολλοί αυτοκράτορες επισκέφθηκαν την πόλη στο δρόμο τους προς την ανατολή και οι ευεργεσίες τους συνέβαλαν σημαντικά στην ανάπτυξή της.

Η μεγάλη ακμή των Τυάνων ανάγεται στην εποχή της δυναστείας των Σεβήρων (193-217 μ.Χ.) και συνδέεται με το ενδιαφέρον που έδειξαν τα μέλη του αυτοκρατορικού οίκου για τη διδασκαλία του Απολλώνιου του Τυανέα και την προώθησή της. Με τη λατρεία του Απολλώνιου συνδέεται, μεταξύ άλλων, και η μακρά παραμονή της αυτοκρατορικής οικογένειας στα Τύανα το 202/3 π.Χ., κατά τη διάρκεια της οποίας η πόλη πρέπει να ευεργετήθηκε με την εκχώρηση προνομίων και την οικοδόμηση δημοσίων κτηρίων. Στο θαυμασμό του επόμενου αυτοκράτορα Καρακάλλα για τον Απολλώνιο οφείλεται πιθανότατα το προνομιακό καθεστώς της ρωμαϊκής αποικίας που απέκτησε η πόλη το 213 μ.Χ., συνέπεια του οποίου ήταν η εγκατάσταση εκεί Ρωμαίων βετεράνων.6

Τον πρώιμο 3ο αι. μ.Χ. τα Τύανα απειλήθηκαν από εχθρικές επιδρομές. Την εποχή του αυτοκράτορα Δέκιου (249-251 μ.Χ.) ξέσπασαν μεγάλες ταραχές στην επαρχία Καππαδοκίας, οι οποίες φαίνεται ότι οδήγησαν στην ανάδειξη ενός πιθανότατα ή ίσως δύο σφετεριστών του αυτοκρατορικού θρόνου. Γνωστός από τις πηγές είναι μόνο ο Παλμάτιος, ένας μεγαλογαιοκτήμονας που κατέλαβε τα Τύανα μέχρι τη συντριβή της δύναμής του από τον αυτοκράτορα Βαλεριανό. Λίγα χρόνια αργότερα, το 260 μ.Χ. η ήττα και αιχμαλωσία του Βαλεριανού από τα στρατεύματα των Σασσανιδών Περσών είχε ως συνέπεια την κατάληψη και πιθανότατα τη λεηλασία των Τυάνων. Εκδιώχθηκαν πιθανόν λίγους μήνες μετά από το στρατηγό του Μακριανό Α'.

Μετά την αποχώρηση των Περσών τα Τύανα υπήχθησαν στο βασίλειο της Παλμύρας, με αποτέλεσμα το 272 μ.Χ., κατά την εκστρατεία του αυτοκράτορα Αυρηλιανού εναντίον της Ζηνοβίας, βασίλισσας της Παλμύρας, η πόλη να προβάλει σθεναρή αντίσταση στον αυτοκρατορικό στρατό. Καταλήφθηκε κατόπιν προδοσίας, αλλά γλίτωσε τη λεηλασία και την καταστροφή χάρη στην επιείκεια του αυτοκράτορα. Την εποχή του αυτοκράτορα Τάκιτου η πόλη αντιστάθηκε πιθανότατα με επιτυχία στις επιδρομές των Γότθων, αλλά δεν είχαν την ίδια μοίρα οι οικισμοί και τα ιερά της χώρας. Το 276 μ.Χ., σε μια μάχη εναντίον τους κοντά στην πόλη, ο Τάκιτος σκοτώθηκε. Στους μεταγενέστερους χρόνους τη ζωή των Τυάνων σημάδεψαν οι θρησκευτικές διαμάχες που ταλάνιζαν την αυτοκρατορία.7

3. Οικονομία

Ένας από τους παράγοντες στους οποίους η πόλη οφείλει την ιστορική σημασία που απέκτησε στην αρχαιότητα είναι η γόνιμη, πεδινή κατά το μεγαλύτερο μέρος γη της και η αφθονία των υδάτινων πόρων. Η οικονομία της βασιζόταν κατεξοχήν στη γεωργία, στην οποία πρωτεύοντα ρόλο είχε η καλλιέργεια σιτηρών και αμπέλου. Σημαντική θέση στην οικονομία της πόλης είχε και η ιπποτροφία.

Οι συνέπειες της υπαγωγής στη ρωμαϊκή κυριαρχία ήταν διττές για την οικονομία των Τυάνων. Καθώς η πόλη βρισκόταν κατά μήκος της οδού που ακολουθούσαν τα ρωμαϊκά στρατεύματα, επωμιζόταν τα έξοδα για τη μακροχρόνια παραμονή στρατού στη χώρα της. Στον αντίποδα αυτής της επιβάρυνσης ο χαρακτήρας της πόλης ως συγκοινωνιακού κόμβου πρέπει να ευνόησε την άνθηση του εμπορίου και άλλων οικονομικών δραστηριοτήτων. Η οικονομία των Τυάνων δε λειτουργούσε αποκλειστικά με βάση τις νομισματικές συναλλαγές αλλά και με την ανταλλαγή προϊόντων - κυρίως στη χώρα. Αυτό το συμπέρασμα συνάγεται από τη μικρή νομισματική παραγωγή του νομισματοκοπείου των Τυάνων, η οποία μάλιστα σταμάτησε ή περιορίστηκε σημαντικά μετά το 213.8

4. Κοινωνία – Θεσμοί – Πολιτειακή Οργάνωση

Η πολιτική οργάνωση των Τυάνων μαρτυρείται για πρώτη φορά τον 1ο αι. π.Χ. είναι όμως πολύ πιθανό να ανάγεται σε παλαιότερη εποχή και να βασίστηκε στη νομοθεσία του Χαρώνδα, για την οποία γνωρίζουμε μεν ότι εισήχθη στα Μάζακα αλλά δεν αποκλείεται να εφαρμόστηκε και στις άλλες πόλεις του βασιλείου. Μάλιστα κάποιος από τους Καππαδόκες βασιλιάδες τής απένειμε τον τιμητικό τίτλο της «ιεράς, ασύλου και αυτονόμου πόλεως», διάκριση που επικυρώθηκε και κατά την Αυτοκρατορική περίοδο. Επιπλέον, τα Τύανα, όπως και οι άλλες καππαδοκικές πόλεις, δεν υπάγονταν στο σύστημα διοικητικής οργάνωσης σε στρατηγίες. Παρ’όλα αυτά η κεντρική βασιλική διοίκηση επέβαλε κάποιους περιορισμούς στην αυτονομία τους, όπως υποδηλώνουν επιγραφικές μαρτυρίες. Σύμφωνα με αυτές, αρμόδιος για τον έλεγχο των υποθέσεων των Τυάνων ήταν ένας αξιωματούχος του βασιλιά καλούμενος «επί της πόλεως». Ένας άλλος αξιωματούχος με τον τίτλο του αρχιδιοικητή είχε την εποπτεία των οικονομικών των καππαδοκικών πόλεων. Όσον αφορά στις κοινωνικές δομές των Τυάνων γνωρίζουμε μόνο την ύπαρξη του θεσμού της γυμνασιαρχίας. Οι προαναφερθέντες τίτλοι των αξιωματούχων είναι μια ισχυρή ένδειξη ότι η διοικητική και κοινωνική οργάνωση των Τυάνων περιλάμβανε θεσμούς που απαντούν και σε άλλα βασίλεια του ελληνιστικού κόσμου.9

5. Θρησκεία

Οι θεότητες που λατρεύονταν στα Τύανα αντανακλούν τις ποικίλες πολιτικές και πολιτιστικές επιδράσεις που σφράγισαν την ιστορία αυτής της πόλης διαχρονικά. Κύρια θεότητα της πόλης ήταν η ασσυριακής καταγωγής Αστάρτη. Κατάλοιπο του χεττιτικού παρελθόντος του οικισμού ήταν η λατρεία του ταύρου καθώς και του Δία που έφερε το τοπικό επίθετο Ασβαμαίος και το ιερό του στη χώρα των Τυάνων είχε υπερτοπική σημασία. Μεγάλη διάδοση φαίνεται ότι είχε και η λατρεία του Ηρακλή, η οποία οφείλεται πιθανόν σε συρο-φοινικικές επιρροές. Από τις ελληνικές θεότητες η Αθηνά είχε ταυτιστεί με την καππαδοκική θεά Μα. Μαρτυρείται επίσης λατρεία του Ασκληπιού, της Υγείας και του Τελεσφόρου, η οποία συνδέεται πιθανότατα με την ύπαρξη πολλών ιαματικών πηγών στην περιοχή της πόλης. Στο πλαίσιο του θρησκευτικού συγκρητισμού είναι πολύ πιθανό ότι όλες οι θεότητες που έφεραν ελληνικά ονόματα είχαν ταυτιστεί με κάποιες ανατολικές λατρείες. Στους Αυτοκρατορικούς χρόνους εισήχθη η λατρεία της θεάς Ρώμης, και, πιθανότατα, η αυτοκρατορική λατρεία. Ως ήρωες της πόλης λατρεύτηκαν η ασσυριακής καταγωγής Σεμίραμις, ο Περσέας, ο Απολλώνιος ο Τυανέας και, πιθανότατα, οι Ορέστης και Πυλάδης καθώς και οι Αμαζόνες.10

6. Πολιτισμός

Ως σημείο συνάντησης όχι μόνο οδικών αρτηριών αλλά και πολιτισμών τα Τύανα βρέθηκαν στη σφαίρα επιρροής Ασσυρίων, Χετταίων, Φρυγών, Φοινίκων και Περσών, λαών που σφράγισαν αποφασιστικά τη ζωή του τόπου. Οι αρχές του ελληνικού πολιτικού βίου, η ελληνική γλώσσα και ο πολιτισμός φαίνεται ότι εισήχθησαν στην πόλη από την ιρανικής καταγωγής δυναστεία των Αριαραθιδών, στην προσπάθεια των μελών της να προωθήσουν τον εξελληνισμό του καππαδοκικού κράτους και να προβληθούν οι ίδιοι ως ελληνιστικοί ηγεμόνες. Η πόλη θα είχε εντυπωσιακή πολιτιστική ανάπτυξη για τα δεδομένα του καππαδοκικού βασιλείου, όπου η αστική ζωή ήταν ελάχιστα προηγμένη. Σε σύγκριση όμως με τις παραλιακές πόλεις της Μ. Ασίας το πολιτιστικό επίπεδο των Τυάνων πρέπει να ήταν κατώτερο.

Η εικόνα αυτή δε μεταβλήθηκε σημαντικά κατά τους Αυτοκρατορικούς χρόνους. Τα Τύανα παρέμειναν μια νησίδα εξελληνισμού μέσα σε μια χώρα όπου επικρατούσαν τα ιρανικά ήθη και έθιμα του καππαδοκικού έθνους. Μολονότι εξωτερικά τουλάχιστον θα έμοιαζαν με ελληνική πόλη, είναι αμφίβολο ότι επικρατούσε εκεί το πνεύμα μιας ελληνικής πόλης της ηπειρωτικής Ελλάδας ή της Ιωνίας. Το επιφανέστερο πνευματικό τέκνο των Τυάνων, ο νεοπυθαγόρειος φιλόσοφος Απολλώνιος, είναι χαρακτηριστικός εκπρόσωπος του εξελληνισμού της Καππαδοκίας.11

7. Τοπογραφία – Μνημεία

Τα Τύανα ιδρύθηκαν σε έναν κόμβο του αρχαίου οδικού δικτύου, απ’ όπου ήταν εφικτός ο έλεγχος των επικοινωνιών ανατολής και δύσης καθώς και των Κιλικίων Πυλών. Η στρατηγική σημασία της θέσης, η ύπαρξη μιας πηγής πόσιμου νερού σε απόσταση 4 χλμ., σε συνδυασμό με τις ιαματικές πηγές της ευρύτερης περιοχής, ευνόησαν την κατοίκηση από τα προϊστορικά χρόνια.

Η πόλη οικοδομήθηκε πάνω σε ένα χαμηλό, τεχνητό λόφο ύψους 15 μέτρων, στο μέσο μιας πεδιάδας, και καταλάμβανε έκταση 45 περίπου εκταρίων. Ένα τείχος περιέβαλλε τον οικισμό κατά τους Ελληνιστικούς και Ρωμαϊκούς χρόνους, τμήματα του οποίου σώζονται μέχρι σήμερα. Τα λιγοστά σωζόμενα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της ελληνιστικής πόλης, στα οποία συγκαταλέγεται το αρχαιότερο ιωνικό κιονόκρανο που βρέθηκε στην Καππαδοκία, είναι μάρτυρες ενός φιλόδοξου οικοδομικού προγράμματος που θα εξωράισε τα Τύανα με δημόσια κτήρια κατά το πρότυπο των ελληνικών πόλεων. Η χρονολόγησή τους στο β' τέταρτο του 2ου αι. π.Χ. υποδεικνύει ως πιθανότερο εμπνευστή του προγράμματος τον κατεξοχήν φιλέλληνα βασιλιά της Καππαδοκίας Αριαράθη Ε'.

Βρέθηκαν επίσης δεξαμενές νερού, θέρμες καθώς και τμήματα ενός υδραγωγείου, το σωζόμενο ορατό μήκος του οποίου είναι 1.170 μ., αλλά το συνολικό του μήκος ήταν 4 χλμ. Τα οικοδομήματα αυτά συνδέονταν λειτουργικά μεταξύ τους και χρονολογούνται στο β' ήμισυ του 1ου αι. ή στον πρώιμο 2ο αι. Η θέση των θερμών στα ΝΑ της πόλης σε συνδυασμό με την ανεύρεση στην ίδια περιοχή οικοδομικών λειψάνων ενός κτηρίου της εποχής των Σεβήρων, υποδεικνύουν ότι σ’ αυτή την περιοχή ήταν συγκεντρωμένο τουλάχιστον ένα μέρος των δημοσίων οικοδομημάτων κατά τους Αυτοκρατορικούς χρόνους. Με εξαίρεση τη μνεία των πηγών σε ένα ναό της Αστάρτης, μαρτυρίες για άλλα μνημεία εντός της πόλης δεν υπάρχουν. Ωστόσο με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία συνάγεται ότι η πολεοδομική οργάνωση των Τυάνων την εποχή αυτή ακολουθούσε τα πρότυπα των πόλεων της Μέσης Αυτοκρατορικής περιόδου.12

1. Berges, D. – Nollé, J., Tyana. Archäologisch - historische Untersuchungen zum südwestlichen Kappadokien 1-2 (IK 55.1, Bonn 2000).

2. Δάνα: Ξεν., Αν. 1.2.20. Τύανα: Simonetta, B., The coins of the Cappadocian Kings (Typos. Monographien zur antiken Numismatik 2, Fribourg 1977), σελ. 17. Θόανα: Αρρ., Ευξ. 7. Βλ. και Zgusta, L., Kleinasiatische Ortsnamen. Beiträge zur Namensforschung, Beiheft 21 (Heildelberg 1984), σελ. 637, αρ. 1377-1· Robert, L., Hellenica 2 (Paris 1946), σελ. 81· Berges, D. – Nollé, J., Tyana. Archäologisch - historische Untersuchungen zum südwestlichen Kappadokien 1-2 (IK 55.1, Bonn 2000), σελ. 478, 493.

3. Berges, D. – Nollé, J., Tyana. Archäologisch - historische Untersuchungen zum südwestlichen Kappadokien 1-2 (IK 55.1, Bonn 2000), σελ. 500.

4. Berges, D. – Nollé, J., Tyana. Archäologisch - historische Untersuchungen zum südwestlichen Kappadokien 1-2 (IK 55.1, Bonn 2000), σελ 330, 477, 515.

5. Νομισματοκοπία του Αριαράμνη: Simonetta, B., The coins of the Cappadocian Kings (Typos. Monographien zur antiken Numismatik 2, Fribourg 1977), σελ. 17· Regling, K., "Dynastenmünzen von Tyana, Morima und Anisa in Kappadokien", ZfN 42 (1935), σελ. 4 κ.ε. Για νομισματικές εκδόσεις του Αριαράθη Γ' βλ. ενδεικτικά : Simonetta, B., The coins of the Cappadocian Kings (Typos. Monographien zur antiken Numismatik 2, Fribourg 1977), σελ. 19.

6. Ο Καρακάλλας επισκέφθηκε τα Τύανα και χρηματοδότησε την οικοδόμηση ενός ναού αφιερωμένου στον Απολλώνιο. Εκτός από αυτόν πολλοί άλλοι αυτοκράτορες επισκέφθηκαν την πόλη, βλ. Berges, D. – Nollé, J., Tyana. Archäologisch - historische Untersuchungen zum südwestlichen Kappadokien 1-2 (IK 55.1, Bonn 2000), σελ. 497, 503, αρ. 72.

7. Βλ. Berges, D. – Nollé, J., Tyana. Archäologisch - historische Untersuchungen zum südwestlichen Kappadokien 1-2 (IK 55.1, Bonn 2000), σελ. 496.

8. Berges, D. – Nollé, J., Tyana. Archäologisch - historische Untersuchungen zum südwestlichen Kappadokien 1-2 (IK 55.1, Bonn 2000), σελ. 495, 506.

9. Στράβ. 12.1.4. 12.2.9. Berges, D. – Nollé, J., Tyana. Archäologisch - historische Untersuchungen zum südwestlichen Kappadokien 1-2 (IK 55.1, Bonn 2000), σελ. 204, αρ. 29-30 και σελ. 483, 507, 515· Bengtson, H., Die Strategie in der hellenistischen Zeit. Ein Beitrag zum antiken Staatsrecht 2 (Münchener Beiträge zur Papyrusforschung und antiken Rechtsgeschichte 32, München 1944), σελ. 252· Robert, L., Noms indigenes dans l’ Asie Mineure greco - romaine (Paris 1963), σελ. 492.

10. Berges, D. – Nollé, J., Tyana. Archäologisch - historische Untersuchungen zum südwestlichen Kappadokien 1-2 (IK 55.1, Bonn 2000), σελ. 497, 513.

11. Φιλόστρ. Απολλ. I 4. Berges, D. – Nollé, J., Tyana. Archäologisch - historische Untersuchungen zum südwestlichen Kappadokien 1-2 (IK 55.1, Bonn 2000), σελ. 490, 493.

12. Berges, D. – Nollé, J., Tyana. Archäologisch - historische Untersuchungen zum südwestlichen Kappadokien 1-2 (IK 55.1, Bonn 2000), σελ. 29.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>