Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Ρωμαϊκά Πορτρέτα στη Μ. Ασία

Συγγραφή : Παπαζαφειρίου Γιώργος (26/6/2001)

Για παραπομπή: Παπαζαφειρίου Γιώργος, «Ρωμαϊκά Πορτρέτα στη Μ. Ασία», 2001,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=5995>

Ρωμαϊκά Πορτρέτα στη Μ. Ασία (23/7/2008 v.1) Roman portraits at Asia Minor (29/3/2011 v.1) 
 

1. Ιστορία της έρευνας

Οι βάσεις για τη συστηματική μελέτη των ρωμαϊκών πορτρέτων της Μικράς Ασίας τέθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του ’60. Ιδιαίτερα σημαντικοί για τη συγκεκριμένη κατηγορία έργων είναι οι δύο κατάλογοι των αρχαιολόγων J. Inan και E. Alföldi-Rosenbaum, που δημοσιεύτηκαν τα έτη 1966 και 1979. Σε αυτούς συγκεντρώνονται όλα τα γνωστά μικρασιατικά πορτρέτα, αυτοκρατορικά και ιδιωτικά, της Ρωμαϊκής και της Πρωτοχριστιανικής περιόδου. Για τα νεότερα ευρήματα υπάρχει μία αρκετά εκτενής βιβλιογραφία, που αποτελείται κυρίως από άρθρα σε αρχαιολογικές σειρές και περιοδικά.

Μέχρι και τα μέσα του 20ού αιώνα οι συστηματικές ανασκαφές ήταν περιορισμένες και πολλά από τα έργα αποτελούσαν τυχαία ευρήματα. Μεγάλος αριθμός ιδιωτικών και αυτοκρατορικών πορτρέτων της Μικράς Ασίας κατέληγε σε μουσεία και ιδιωτικές συλλογές της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Ένα από τα σημαντικότερα και γνωστότερα στους ειδικούς παραδείγματα αποτελεί το σύνολο των χάλκινων ανδριάντων, κυρίως αυτοκρατορικών, που πιθανολογείται ότι προέρχεται από τη Βουβώνα της Λυκίας.1 Τα περισσότερα από αυτά πρέπει να ήταν τοποθετημένα σε ένα Σεβαστείο.

2. Τυπολογία, στιλιστικά και τεχνικά χαρακτηριστικά

Στατιστικά πρέπει να σημειωθεί ότι από το τμήμα αυτό της ρωμαϊκής επικράτειας σώζεται ένα αρκετά μεγάλο σύνολο αυτοκρατορικών πορτρέτων του 1ου και του 2ου αι. μ.Χ., ενώ στον 3ο αιώνα ο αριθμός τους εμφανίζει αισθητή μείωση. Αντίθετα, στην περίπτωση των ιδιωτικών πορτρέτων ο ίδιος αιώνας σηματοδοτεί μια εντυπωσιακή αύξηση των σωζόμενων παραδειγμάτων.

Στη Μικρά Ασία η έκφραση του πάθους είχε αποτελέσει γνώρισμα των λεγόμενων «ψυχολογικών πορτρέτων» των ελληνιστικών ηγεμόνων ήδη από την περίοδο του Μεγάλου Αλέξανδρου (336-323 π.Χ.). Στην αποτύπωση της ψυχολογικής έντασης στα πορτρέτα των Ελληνιστικών χρόνων οδηγούσε ο συνδυασμός ορισμένων καθιερωμένων στιλιστικών στοιχείων, όπως η ελευθερία στον τρόπο επεξεργασίας και απόδοσης της κόμης, η έντονη στροφή του κεφαλιού, η συγκεντρωμένη έκφραση, το μισάνοιχτο στόμα. Με αυτά τα εικονογραφικά στοιχεία εικονίζονταν οι ηγεμόνες και άλλα δημόσια πρόσωπα με δύναμη και επιρροή στην οικονομική και την πολιτική σκηνή της εποχής. Σε μικρότερη ή μεγαλύτερη έκταση η τάση αυτή διατηρήθηκε και αργότερα στα μικρασιατικά έργα και υπήρξε χαρακτηριστική ενός μεγάλου αριθμού ρωμαϊκών αυτοκρατορικών και ιδιωτικών πορτρέτων του 1ου και του 2ου αι. μ.Χ.

Από την άποψη της τεχνικής κυριαρχεί η στίλβωση της επιφάνειας, σε αντίθεση με τα έργα του κυρίως ελλαδικού χώρου, όπου η χρήση της είναι πιο περιορισμένη. Στα μάτια η δήλωση της ίριδας και της κόρης εμφανίζεται αμέσως μετά την καθιέρωσή της στη Ρώμη, στην ύστερη περίοδο του Αδριανού, δηλαδή γύρω στο 130 μ.Χ. Στη συνέχεια η δήλωσή τους εφαρμόζεται σχεδόν καθολικά. Με τον τρόπο αυτό το βλέμμα της μορφής αποκτά μεγαλύτερη ζωντάνια. Η εντύπωση για τον αρχαίο θεατή θα ήταν ακόμη πιο έντονη, αν υπολογίσει κανείς παράλληλα με τη χάραξη και τη χρήση του χρώματος στα μάτια. Η συστηματική χρήση του τρυπανιού εμφανίζεται αρχικά στη Ρώμη, στην περίοδο των Αντωνίνων, γύρω στα 145 μ.Χ., και η διάδοσή της κλιμακώνεται σταδιακά.2 Αρχικά περιορίζεται στην επεξεργασία της κόμης και του γενιού, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Μία από τις κύριες λειτουργίες του ήταν να επιτείνει την αντίθεση ανάμεσα στο σκληρό όγκο των μαλλιών και του γενιού και στην απαλή επιφάνεια του προσώπου. Η έκταση και ο τρόπος χρήσης του ποίκιλε στις διάφορες επαρχίες. Από τη μελέτη των πορτρέτων της Μικράς Ασίας εμφανίζονται και οι δύο τάσεις, τόσο της εκτεταμένης, όσο και της περιορισμένης χρήσης.

Τα διαφορετικά στιλιστικά πρότυπα των πορτρέτων της Ρώμης, στα οποία κυριαρχεί ο ρεαλισμός, δεν μπόρεσαν να «σπάσουν» την τοπική παράδοση. Μετά από μία περίοδο μερικής υιοθέτησης του μητροπολιτικού ρωμαϊκού στιλ κατά τη διάρκεια του 1ου αι. μ.Χ. παρατηρούμε μια αναβίωση της ελληνιστικής κληρονομιάς στις αρχές του 2ου αι. μ.Χ., η οποία συνεχίζεται και στην περίοδο των Αντωνίνων (138-193 μ.Χ). Τα έργα που στιλιστικά βρίσκονται κοντά στις κυρίαρχες τάσεις της πρωτεύουσας είναι ελάχιστα.

Η σύγκριση των εικονιστικών κεφαλών της πρωτεύουσας με τα περισσότερα μικρασιατικά έργα επιτρέπει την επισήμανση των διαφορών. Στα πορτρέτα των γυναικείων μελών των αυτοκρατορικών οικογενειών, οι φυσιογνωμικές διαφοροποιήσεις δεν είναι ουσιαστικές.3 Συνήθως όμως στη Μικρά Ασία συναντά κανείς έργα τα οποία είναι τόσο διαφοροποιημένα στις αναλογίες, τη φυσιογνωμία, την εκφραστικότητα των ματιών και την κόμμωση, ώστε μόνο από δευτερεύοντα χαρακτηριστικά γίνεται εφικτή η διαπίστωση της τυπολογικής τους σύνδεσης με τα επίσημα πορτρέτα της Ρώμης. Σε ορισμένα παραδείγματα αυτοκρατορικών πορτρέτων παρατηρείται το φαινόμενο της σύνθεσης στοιχείων διαφορετικών εικονιστικών τύπων. Αυτό επιτυγχάνεται συχνά με το συνδυασμό της κόμμωσης από έναν τύπο και των χαρακτηριστικών του προσώπου από κάποιον άλλο.

Τα προαναφερθέντα γνωρίσματα διαφοροποιούν τις εικονιστικές κεφαλές της Μικράς Ασίας όχι μόνο από τα έργα της Ρώμης, αλλά και από αυτά των υπόλοιπων επαρχιών του ανατολικού τμήματος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, διαφορές διαπιστώνονται και ανάμεσα στα πορτρέτα των διαφόρων καλλιτεχνικών κέντρων της Μικράς Ασίας. Συχνά μάλιστα είναι τόσο έντονες, ώστε είναι αδύνατο να ενταχθούν όλα τα μικρασιατικά έργα σε μία κοινή καλλιτεχνική ομάδα.

3. Κέντρα παραγωγής

Χαρακτηριστικά των τοπικών τάσεων και προτιμήσεων είναι τα ιδιωτικά πορτρέτα που βρέθηκαν σε δύο πόλεις της Παμφυλίας, τη Σίδη και την Πέργη.4

Τα έργα της Σίδης μοιράζονται κάποια παρόμοια γνωρίσματα. Σε αυτά περιλαμβάνονται η πλαστικότητα στην απόδοση των χαρακτηριστικών, η «απαλή» επεξεργασία της επιφάνειας και μία ιδιαίτερη ικανότητα των καλλιτεχνών στην επίτευξη της ζωντάνιας στα χαρακτηριστικά του εικονιζόμενου προσώπου. Τα περιγράμματα δεν είναι έντονα και η μετάβαση από τη μια επιφάνεια στην άλλη γίνεται με ομαλό τρόπο.

Από την άλλη πλευρά, τα πορτρέτα της Πέργης, για τα καλλιτεχνικά εργαστήρια της οποίας γνωρίζουμε περισσότερα ύστερα από τις συστηματικές ανασκαφές της δεκαετίας του ’70, εμφανίζουν ένα πιο σκληρό και γραμμικό στιλ. Τα διάφορα τμήματα του προσώπου ορίζονται συνήθως με περίγραμμα. Με τον τρόπο αυτό διαχωρίζεται η κόμη από το πρόσωπο, συχνά με σκληρό περίγραμμα, το πηγούνι και οι παρειές από το λαιμό.

Στην περίοδο των Αντωνίνων (138-193 μ.Χ) έντονη δραστηριότητα εμφανίζει το εργαστήριο της Αντιόχειας στην Πισιδία. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του δεν εμφανίζονται μόνο στα έργα που παράγονται εκεί αλλά και σε μικρότερης σπουδαιότητας κέντρα παραγωγής που επηρεάζονται από αυτό. Στα πορτρέτα από τον Πόντο και την Παφλαγονία επισημαίνονται, για παράδειγμα, κάποια ιδιαίτερα στιλιστικά στοιχεία, που συνδέονται με έργα από την Αντιόχεια της Πισιδίας. Σε αυτά περιλαμβάνονται ο τρόπος ανάλυσης των βοστρύχων της κόμης, που επιτυγχάνεται με πολλές παράλληλες αβαθείς εγχάρακτες γραμμώσεις, τα εύσαρκα χαρακτηριστικά και ο έντονος διαχωρισμός των διαφόρων μερών του προσώπου με τη χρήση χαράξεων.

Η ποικιλία των καλλιτεχνικών ιδιαιτεροτήτων θα μπορούσε να ερμηνευτεί από το χωρισμό της Επαρχίας της Ασίας σε επιμέρους διοικητικές περιοχές. Σημαντικές αιτίες φαίνεται πως υπήρξαν επίσης η μεγάλη της έκταση και οι διαφορετικές τοπικές καλλιτεχνικές παραδόσεις. Στα έργα της Μικράς Ασίας θα πρέπει να συνυπολογιστούν και τα πολυάριθμα πορτρέτα, κυρίως αυτοκρατορικά, των νησιών του ανατολικού Αιγαίου, που με λίγες εξαιρέσεις ανήκαν διοικητικά στην ίδια επαρχία.

1. Για το σημαντικό αυτό σύνολο χάλκινων αυτοκρατορικών αγαλμάτων βλ. Inan, J., “Der Bronzentorso im Burdur-Museum aus Bubon und der Bronzekopf im J.-Paul-Getty-Museum”, IstMitt 27-28 (1977-1978), σελ.267-296, εικ.1-3, πίν. 74-98· Inan, J. – Alföldi-Rosenbaum, E., Rőmische und Frűhbyzantinische Porträtplastik aus der Tűrkei. Neue Funde (Mainz am Rhein 1979), σελ. 47-49· Vermeule, C.C., “The late Antonine and Severan bronze portraits from Southwest Asia Minor” στο Eikones. Studien zum griechischen und römischen Bildnis. Hans Jucker zum sechzigsten Geburtstag gewidmet, Antike Kunst. 12. Beiheft (Bern 1980), σελ.185-190, πίν.62 και Inan, J., Boubon sebasteionu ve heykelleri űzerine son arastirmalar (Istanbul 1994). Τα σημαντικότερα είναι: α) άγαλμα του Λούκιου Βήρου. Νέα Υόρκη, Συλλογή Shelby White και Leon Levy, χωρίς αριθμό ευρετηρίου, β) ακέφαλο άγαλμα. Η προσπάθεια σύνδεσης με τον Κόμμοδο παραμένει υποθετική. Νέα Υόρκη, ιδιωτική συλλογή, γ) κεφαλή του Σεπτιμίου Σεβήρου. Μέχρι πρόσφατα είχε συνδεθεί με το ακέφαλο άγαλμα που ακολουθεί. Κοπεγχάγη, Γλυπτοθήκη Ny Carlsberg, αρ. ευρ. 3422, δ) ακέφαλο άγαλμα. Νέα Υόρκη, Edward H. Merrin Gallery, χωρίς αριθμό ευρετηρίου, ε) κεφαλή του Καρακάλλα. Μέχρι πρόσφατα είχε συνδεθεί με το ακέφαλο άγαλμα που ακολουθεί. Νέα Υόρκη, Συλλογή Norbert Schimmel, στ) ακέφαλο άγαλμα. Συλλογή Mr. and Mrs Charles Lipton. Eκτίθεται προσωρινά στην Ινδιανάπολη, Museum of Arts, ζ) ακέφαλο άγαλμα. Τελευταία έγινε προσπάθεια σύνδεσής του με την κεφαλή και το άκρο πόδι που ακολουθούν. Ωστόσο, και τα τρία ανήκουν σε διαφορετικά αγάλματα. Burdur, Αρχαιολογικό Μουσείο, αρ. ευρ. 7416, η) κεφαλή γενειοφόρου. Los Angeles, Μουσείο J.P. Getty, αρ. ευρ. 71, ΑΒ 458 και θ) τμήμα άκρου αριστερού ποδιού. Los Angeles, Μουσείο J.P. Getty, αρ. ευρ. 72, ΑΒ 103.

2. Για τη χρήση του τρυπανιού στις προσωποποιήσεις των Επαρχιών από το ναό του Αδριανού στη Ρώμη (145 μ.Χ.) βλ. Στεφανίδου-Τιβερίου, Θ., Νεοαττικά. Οι ανάγλυφοι πίνακες από το λιμάνι του Πειραιά (Αθήνα 1979), σελ. 59, σημ.4, όπου και η σχετική βιβλιογραφία.

3. Inan, J. – Rosenbaum, E., Roman and Early Byzantine Portrait Sculpture in Asia Minor (London 1966), σελ. 59-61, αρ. κατ. 10-11, πίν. VII.

4. Inan, J. – Rosenbaum, E., Roman and Early Byzantine Portrait Sculpture in Asia Minor (London 1966), σελ.191-192, 194, 196-202, αρ. κατ. 263, 268-269, 271, 274, 276-277, πίν. CXLIII.1-2, CXLVI, CXLVIII, CLI, CLIII-CLIV (Σίδη) και Inan, J. – Alföldi-Rosenbaum, E., Rőmische und Frűhbyzantinische Porträtplastik aus der Tűrkei. Neue Funde (Mainz am Rhein 1979), σελ. 248-256, αρ. κατ. 225-234, πίν. 158-167.1-2 (Πέργη).

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>