Μεσημβρίας μητρόπολη

1. Ιστορία

Η διάδοση του χριστιανισμού στη Μεσημβρία, όπως και σε όλα τα δυτικά παράλια του Εύξεινου Πόντου, ανάγεται στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους και αποδίδεται από την παράδοση στον απόστολο Ανδρέα. Οπωσδήποτε έχουμε ασφαλή μαρτυρία για την ύπαρξη επισκοπής στη Μεσημβρία τον 4ο αιώνα, όταν ο επίσκοπος Μεσημβρίας Πέτρος είχε παρευρεθεί στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο.

Αρχικά, η Μεσημβρία ήταν επισκοπή υπαγόμενη στη μητρόπολη Αδριανουπόλεως, ενώ από τον 5ο ίσως αιώνα προήχθη σε αρχιεπισκοπή υπαγόμενη στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Από τις αρχές του 10ου αιώνα είχε συνενωθεί με αυτήν η αρχιεπισκοπή Αγχιάλου, η οποία αργότερα αποσπάστηκε, ενώ γύρω στα τέλη του 12ου αιώνα η Μεσημβρία έγινε μητρόπολη και ο μητροπολίτης απέκτησε τον τίτλο του «υπερτίμου και εξάρχου Μαύρης Θαλάσσης». Το 1368 δόθηκε στη μητρόπολη Μεσημβρίας και η μητρόπολη Βάρνας και το 18ο αιώνα ο μητροπολίτης αναφέρεται ως «Μεσημβριοβάρνης». Πάντως, η μητρόπολη Μεσημβρίας παραμένει αδιάσπαστη μέχρι το Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1828-1829, οπότε ο πληθυσμός της ελαττώθηκε σημαντικά λόγω μεταναστεύσεως πολλών κατοίκων της επαρχίας στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και τη Ρωσία. Τότε συγχωνεύτηκε με τη μητρόπολη Βάρνας από το Σεπτέμβριο του 1831 έως και τον Ιανουάριο του 1835.1

Ο επισκοπικός κατάλογος της Μεσημβρίας είναι σχεδόν πλήρης, με λίγα μόνο κενά. Το κύρος της υπογραφής πολλών επισκόπων και μητροπολιτών της Μεσημβρίας φαίνεται σε πολλά και επίσημα εκκλησιαστικά έγγραφα διαφόρων εποχών, όπως σε πρακτικά οικουμενικών και τοπικών συνόδων, σε πατριωτικές πράξεις κ.λπ. Αρκετοί από τους ιεράρχες υπήρξαν λόγιοι.2

2. Η μητρόπολη Μεσημβρίας κατά τον 19ο αι.

Η επαρχία Μεσημβρίας είχε χάσει μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού της κατά το 19ο αιώνα, καθώς πολλοί Έλληνες είχαν καταφύγει στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και τη Ρωσία κατά το Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1828-1829. Μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, οι Έλληνες της περιοχής υπέφεραν από τη δράση των Βασιβουζούκων και των Κιρκασίων που είχαν καταφύγει ως πρόσφυγες σε εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μετά το 1878, η ελληνική κοινότητα Μεσημβρίας είχε υποστεί μεγάλη συρρίκνωση και πολλοί κάτοικοί της μετανάστευσαν στην Αγχίαλο, τη Βάρνα, τον Πύργο, την Κωνστάντζα και αλλού.

Η εκκλησιαστική περιφέρεια Μεσημβρίας περιλάμβανε την πόλη της Μεσημβρίας, έδρα του μητροπολίτη και τα ελληνικά χωριά Ραβδά, Άγιο Βλάσιο, Αίμονα, Άσπρο και Μπάνα, όλα με εκκλησία και σχολείο. 3

3. Σημαντικοί ναοί και μονές

Στην πόλη της Μεσημβρίας υπήρχαν πολλοί και αξιόλογοι ναοί και παρεκκλήσια, κάποιοι κτίσματα της Βυζαντινής εποχής. Ο ιστορικός οικισμός της Μεσημβρίας, χτισμένος σε περιτειχισμένη χερσόνησο, έχει κηρυχθεί διατηρητέος. Οι οκτώ βυζαντινές εκκλησίες (6ος-14ος αιώνας), η νεότερη μητρόπολη του Αγίου Στεφάνου (16ος-18ος αιώνας), τμήματα του αρχαίου και του βυζαντινού τείχους και πολλά από τα ελληνικά σπίτια του 18ου-19ου αιώνα έχουν συντηρηθεί και αρκετές τοιχογραφίες στους ναούς έχουν καθαριστεί.

Τα ερείπια του παλαιού μητροπολιτικού ναού της Αγίας Σοφίας, που χρονολογείται στο β΄ μισό του 6ου αιώνα, σώζονται στο κέντρο περίπου του οικισμού. Είναι μια καλοχτισμένη τρίκλιτη βασιλική, διαστάσεων 25,50 x 20,20 μ., με αρχαΐζοντα αρχιτεκτονικά στοιχεία. Ο νέος μητροπολιτικός ναός του Αγίου Στεφάνου είναι ένα θαυμάσιο μνημείο με εξαιρετικές νωπογραφίες του 1599, καθώς και δεκάδες επιγραφές και χαράγματα που αναφέρονται στην ιστορία του τόπου στη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας. Άλλες βυζαντινές εκκλησίες που σώζονται είναι οι ναοί του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή (10ος-11ος αιώνας), του Αγίου Ιωάννη του Αλειτούργητου (14ος αιώνας), των Αγίων Θεοδώρων, της Παναγίας Ελεούσης, της Αγίας Παρασκευής.4

Στη μητρόπολη Μεσημβρίας υπαγόταν και η μονή του Αγίου Νικολάου του Αίμονα, που ανοικοδομήθηκε από τη σύζυγο του Βούλγαρου ηγεμόνα Ιβάν Ασέν Β΄ στις αρχές του 13ου αιώνα. Μαρτυρείται η ύπαρξη και άλλων μοναστηριών, όπως της Αγίας Αναστασίας που λεηλατήθηκε και πυρπολήθηκε από Κοζάκους επιδρομείς στα μέσα του 17ου αιώνα, του Τιμίου Προδρόμου, της Αγίας Άννης και του Αγίου Βλασίου που λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν από τις επιδρομές των Κιρτζαλήδων το 1805, οπότε σφαγιάστηκαν και οι μοναχοί του Αγίου Νικολάου του Αίμονα.5

4. Η μητρόπολη Μεσημβρίας κατά τον 20ο αι.

Η εκκλησιαστική επαρχία Μεσημβρίας υπέστη τις συνέπειες του ανθελληνικού κινήματος του 1906, καθώς σε όλα τα χωριά οι βουλγαρικές αρχές ιδιοποιήθηκαν τις ελληνικές εκκλησίες, τα σχολεία και την κοινοτική, εκκλησιαστική και μοναστηριακή περιουσία. Στην πόλη της Μεσημβρίας οι Έλληνες πρόκριτοι και ο δήμαρχος, φοβούμενοι μην πάθουν ανάλογη καταστροφή με εκείνη της γειτονικής Αγχιάλου, ενέδωσαν στις απαιτήσεις των Βουλγάρων και υπέγραψαν έγγραφο παραχώρησης του ελληνικού μητροπολιτικού ναού και υπαγωγής των Ελλήνων στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Εξαρχίας. 6

Μετά το 1906, οι περισσότεροι Έλληνες κάτοικοι της Μεσημβρίας ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα, ενώ η ελληνική μητρόπολη συνέχισε να υπάρχει έως το θάνατο του τελευταίου μητροπολίτη Νικηφόρου το 1931.7




1. Κωνσταντινίδης, Μ., «Η Μεσημβρία παρ’ Ευξείνω», Αρχείον Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού 21 (Αθήνα 1956), σελ. 10-11· Βαφείδης, Ν., «Εκκλησιαστική επαρχία Αδριανουπόλεως», Αρχείον Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού 20 (1955), σελ. 84.

2. Γερμανός, Μητροπολίτης Σάρδεων, «Επισκοπικοί κατάλογοι των επαρχιών της Βόρειας Θράκης και εν γένει της Βουλγαρίας από της αλώσεως και εξής», Θρακικά Η΄ (Αθήνα 1937), σελ. 152-156.

3. Παπαχριστοδούλου, Π., «Η καταστροφή του Βορειοθρακικού Ελληνισμού», Αρχείον Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού 16 (1951), σελ. 103-104· Κωνσταντινίδης, Μ., «Η Μεσημβρία παρ’ Ευξείνω», Αρχείον Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού 21 (Αθήνα 1956), σελ. 23.

4. Κορομηλά, Μ., Οι Έλληνες στη Μαύρη Θάλασσα (Αθήνα 2001), σελ. 132-139.

5. Κωνσταντινίδης, Μ., «Η Μεσημβρία παρ’ Ευξείνω», Αρχείον Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού 21 (Αθήνα 1956), σελ. 17, 20-21.

6. Φώτιος, Ειρηνουπόλεως, Επίσημα έγγραφα και ιστορικαί σημειώσεις περί της βουλγαρικής πολιτικής και των βουλγαρικών κακουργιών προς εξόντωσιν του ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας (1878-1914) (Αθήνα 1919), σελ. 417-418.

7. Βαφείδης, Ν., «Εκκλησιαστική επαρχία Αδριανουπόλεως», Αρχείον Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού 20 (1955), σελ. 84.