Κωνσταντινούπολη ως κέντρο εμπορίου

1. Το εύρος της εμπορικής δραστηριότητας της Κωνσταντινούπολης: η ορολογία

Η Κωνσταντινούπολη αποτελούσε κέντρο τοπικού, περιφερειακού και διαπεριφερειακού εμπορίου, γεγονός το οποίο σε μεγάλο βαθμό οφειλόταν στη γεωγραφική θέση και στη στενή σχέση της με τη θάλασσα. Προκειμένου, ωστόσο, να γίνει περισσότερο κατανοητό το εύρος των εμπορικών δραστηριοτήτων που διεξάγονταν με άξονα τη βυζαντινή πρωτεύουσα είναι απαραίτητη προηγουμένως μία σύντομη διερεύνηση της ορολογίας. H Αγγελική Λαΐου, έχοντας προσαρμόσει τα κριτήρια του Luuk de Ligt για την κατηγοριοποίηση των εμποροπανηγύρεων στο ρωμαϊκό κόσμο βάσει της διάρκειας, της γεωγραφικής εμβέλειας, του όγκου των ανταλλασσόμενων αγαθών και του κυρίαρχου τύπου ανταλλαγών παραθέτει τρεις κατηγορίες εμπορίου: α) το τοπικό εμπόριο, που αφορά στην άμεση ανταλλαγή παραγωγών και καταναλωτών και καλύπτει αποστάσεις της τάξεως των 50 χλμ. ή και λιγότερο, β) το περιφερειακό εμπόριο, που διεξάγεται σε περισσότερο εκτεταμένες περιοχές και σχετίζεται με την ανταλλαγή αγαθών τα οποία παράγονται και καταναλώνονται σε αυτές, και γ) το διαπεριφερειακό εμπόριο, που ουσιαστικά ταυτίζεται με το διαμετακομιστικό και διεξάγεται σε περιοχές οι οποίες απέχουν πλέον των 300 χλμ. και αφορά στη διακίνηση ειδών πολυτελείας.1

2. Η εμπορική δραστηριότητα στην Κωνσταντινούπολη: 4ος-6ος αιώνας

Τον 6ο αιώνα ολοκληρώθηκε η εξέλιξη που είχε αρχίσει με την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης –εις βάρος της Ρώμης– αφού η νέα πρωτεύουσα κατέστη πλέον ο κεντρικός εμπορικός κόμβος της αυτοκρατορίας. Αναμφισβήτητα, η Μεσόγειος αποτελούσε βυζαντινή λίμνη και το βυζαντινό εμπόριο έφθανε έως την Αγγλία στα δυτικά και έως την Ινδία στα ανατολικά (μέσω της Ερυθράς θάλασσας) ή έως την κεντρική Ασία διά ξηράς.2

Το σύνολο του σιταριού, του λαδιού και του κρασιού που απαιτείτο για τον επισιτισμό της Κωνσταντινούπολης έπρεπε να εισάγεται από άλλες περιοχές.3 Για τα σιτηρά, ιδιαίτερα, η βυζαντινή πρωτεύουσα βασιζόταν στην ετήσια σοδειά της Αιγύπτου, που αποτελούσε την κύρια πηγή εφοδιασμού της Κωνσταντινούπολης, μέσω του θεσμού της πολιτικής αννώνας.4 Κάθε χρόνο, ένας μεγάλος στόλος πλοίων φορτωμένος με σιτάρι απέπλεε από την Αίγυπτο με προορισμό την Κωνσταντινούπολη, ένα ταξίδι που έπρεπε να επαναληφθεί δύο με τρεις φορές.5 Για τη διαδικασία της υποδοχής, εκφόρτωσης,6 αποθήκευσης και μεταφοράς του σιταριού αυτού, η οποία αργότερα κατέληγε στη διανομή του καθημερινού άρτου της πόλης,7 ήταν απαραίτητη η εύρυθμη λειτουργία μιας τεράστιας υποδομής, σημαντική προϋπόθεση για την ομαλή κοινωνική ζωή μιας πόλης που γύρω στο 600 υπολογίζεται ότι αριθμούσε 300.000-500.000 κατοίκους.8 Τα εισαγόμενα σιτάρι, λάδι και κρασί συμπληρώνονταν από άλλα τρόφιμα, όπως ψάρια και κρέατα, που μπορούσε κανείς να προμηθευτεί στις εξειδικευμένες αγορές της πόλης.9

Γενικά, το περιφερειακό και διαπεριφερειακό εμπόριο που διεξαγόταν διά θαλάσσης επωφελείτο από την ύπαρξη υποδομής. Στην Κωνσταντινούπολη, τον 4ο και τον 5ο αιώνα, η κατασκευή του λιμανιού του Ιουλιανού στην Προποντίδα και στη συνέχεια του λιμανιού του Θεοδοσίου, μαζί με τις σιταποθήκες, οδήγησε στην αύξηση της χωρητικότητας των δύο φυσικών λιμανιών του Κεράτιου κόλπου. Έτσι, η πρωτεύουσα διέθετε συνολικά περίπου 4 χλμ. αποβαθρών, που μπορούσαν να εξυπηρετήσουν τον ταυτόχρονο ελλιμενισμό 500 πλοίων μεσαίου μεγέθους.10 Τη σημασία που εκείνη την περίοδο απέκτησε η Κωνσταντινούπολη ως εμπορικό διαμετακομιστικό κέντρο υποδηλώνει και η ίδρυση από τον Ιουστινιανό Α΄ (527-565) δύο νέων δεκατευτηρίων (τελωνειακών σταθμών), υπαγόμενων στο τελωνείο Κωνσταντινουπόλεως, στην Άβυδο και το Ιερό, στην είσοδο του Ελλήσποντου και του Βοσπόρου αντίστοιχα, για τη φορολόγηση των πλοίων που έπλεαν από και προς τη Μεσόγειο.11

3. 7ος-8ος αιώνας

Τον 7ο αιώνα, αφενός οι αβαροσλαβικές επιδρομές στα Βαλκάνια από τα τέλη του 6ου αιώνα και αφετέρου η αραβική κατάκτηση της Συρίας, της Παλαιστίνης, της Αιγύπτου (που στις αρχές του 7ου αιώνα είχαν περιέλθει προσωρινά στους Πέρσες) και της βόρειας Αφρικής, καθώς και οι συνεχείς αραβικές επιδρομές στη Μικρά Ασία προξενούσαν τεράστιες δυσκολίες στο βυζαντινό κράτος όχι μόνο στο στρατιωτικοπολιτικό πεδίο, αλλά και στο οικονομικό. Η από ξηράς επικοινωνία της Κωνσταντινούπολης με τη Θεσσαλονίκη, τη Θεσσαλία, τη Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο είχε ουσιαστικά διακοπεί μέχρι τις αρχές του 9ου αιώνα, εξαιτίας των αβαροσλαβικών επιδρομών και των εγκαταστάσεων των Σλάβων στα Βαλκάνια. Αν και η θαλάσσια επικοινωνία δεν είχε διακοπεί, η ναυσιπλοΐα υπέφερε από την πειρατεία (ιδίως μετά την αραβική κατάκτηση της Κρήτης το 827).12

Η απώλεια της Αιγύπτου προκάλεσε μεγάλες δυσχέρειες στον εφοδιασμό της πρωτεύουσας σε σιτηρά. Ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος: οι περιοχές που εφοδίαζαν την πρωτεύουσα με σιτηρά ήταν η ενδοχώρα της Θεσσαλονίκης, η δυτική ακτή του Εύξεινου Πόντου, η θρακική ενδοχώρα, η Βιθυνία, ίσως και η Έφεσος. Εντούτοις, παρόλο που δεν απουσιάζουν ενδείξεις για την άφιξη σιταγωγών πλοίων στην πρωτεύουσα, δεν υπάρχουν πληροφορίες για τον τρόπο με τον οποίο αυτά τα σιτηρά έφθαναν στην Κωνσταντινούπολη, καθώς και για τα άτομα που τα μετέφεραν εκεί, αν και θεωρείται απίθανο ο εφοδιασμός σιτηρών να είχε ανατεθεί αποκλειστικά στο ελεύθερο εμπόριο αυτή την περίοδο.13

Δεδομένου του περιορισμένου εύρους των εμπορικών ανταλλαγών αυτή την εποχή, θεωρείται ότι υφίστατο τουλάχιστον τοπικό εμπόριο (ιδιαίτερα τροφίμων), το οποίο πρέπει να ήταν αξιόλογο στην ευρύτερη περιοχή της Κωνσταντινούπολης. Ενδεχομένως να υπήρχε και περιφερειακό εμπόριο μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Βιθυνίας, πιθανότατα δε και με τη βουλγαρική ακτή.14 Εκτός από τα σιτηρά και το εμπόριο τροφίμων γενικότερα, τα μεταξωτά αποτελούσαν σημαντικό εμπορεύσιμο είδος, καθώς και οι δούλοι. Το δουλεμπόριο, ειδικότερα, διεξαγόταν τόσο από το κράτος, όσο και –πιθανότατα– από ιδιώτες.15 Εκτός από το εσωτερικό, συνέχισε να υφίσταται και το εξωτερικό εμπόριο, αν και σαφέστατα σε πιο περιορισμένη κλίμακα. Ενδεικτική είναι η μαρτυρία ότι κατά το α΄ μισό του 7ου αιώνα Εβραίοι έμποροι από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία ταξίδευαν ανάμεσα σε Κωνσταντινούπολη, Καρχηδόνα, Ισπανία και Γαλατία.16

4. 9ος-10ος αιώνας

Σε στρατιωτικοπολιτικό επίπεδο, ο 9ος και ο 10ος αιώνας χαρακτηρίζονται από την ανάκαμψη της αυτοκρατορίας, που περνάει στην αντεπίθεση σε όλα τα μέτωπα. Η ανόρθωση στον πολιτικό τομέα συμβάδιζε με την οικονομική άνθηση, καθώς η ανάκτηση ή κατάκτηση εκτεταμένων περιοχών αύξησε τα κρατικά έσοδα, αλλά και το εύρος των ανταλλαγών, εξαιτίας της ειδίκευσης ορισμένων περιοχών στην παραγωγή συγκεκριμένων προϊόντων.17

Η Κωνσταντινούπολη βρισκόταν υπό ειδικό καθεστώς τουλάχιστον μέχρι τον 11ο αιώνα με την οικονομία να τελεί υπό έλεγχο και τα επαγγέλματα να είναι οργανωμένα σε συντεχνίες, που διέπονταν από αυστηρούς κανονισμούς και ελέγχονταν από το κράτος.18 Έτσι, αυτή την περίοδο η βυζαντινή κυβέρνηση ασκεί αυστηρό έλεγχο στο εμπόριο. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί το εμπόριο μεταξιού υψηλής ποιότητας, η χαρακτηριστικότερη και γνωστότερη περίπτωση κεκωλυμένου είδους, η εξαγωγή του οποίου απαγορευόταν πέραν των συνόρων του Βυζαντίου, ενώ η παραγωγή υψηλής ποιότητας πορφυρού μεταξιού επιτρεπόταν μόνο στα αυτοκρατορικά εργαστήρια.19 Κεκωλυμέναήταν επίσης το σιτάρι, το αλάτι, το ελαιόλαδο, το κρασί, αλλά και ο σίδηρος και ο χρυσός.Από τον 9ο και μέχρι τα τέλη του 12ου αιώνα η βυζαντινή πρωτεύουσα αποτελούσε σημαντικότατο σταθμό του εμπορίου ειδών πολυτελείας της Ανατολής, καθώς και άλλων πόλεων που διαδραμάτιζαν το ρόλο κέντρων διαπεριφερειακού και διεθνούς εμπορίου. Ωστόσο, οι δραστηριότητες των ξένων εμπόρων στην Κωνσταντινούπολη, ο τόπος διαμονής τους και οι επαφές τους με τους Κωνσταντινουπολίτες εμπόρους, καθώς και η εισαγωγή εμπορευμάτων στην πρωτεύουσα, αλλά και η έξοδος από αυτή ορισμένων κατηγοριών εμπόρων –π.χ. του ακατέργαστου μεταξιού– προκειμένου να αγοράσουν εμπορεύματα τελούσαν υπό αυστηρό έλεγχο.20 Επίσης, ελέγχονταν τα σημεία εισόδου των εμπορευμάτων, και μέχρι ενός σημείου και τα εμπορεύματα που εξάγονταν: έχει ήδη αναφερθεί η απαγόρευση εξαγωγής των κεκωλυμένων. Ο Λέων ΣΤ΄ (886-912), μάλιστα, απαγόρευσε το εμπόριο με την Αίγυπτο και τη Συρία. Εντούτοις, οι Βυζαντινοί έμποροι δεν έπαυσαν να συναλλάσσονται με τους εχθρούς, παρά μόνο σε περιόδους κρίσης. Το ελεγχόμενο εξωτερικό εμπόριο της Κωνσταντινούπολης –περισσότερο, βέβαια, στη θεωρία και τις προθέσεις του κράτους, παρά στην πράξη– ρυθμιζόταν με συνθήκες, όπως εκείνες με τους Ρως ή τους Άραβες.21

Όσον αφορά στο εσωτερικό εμπόριο, η Κωνσταντινούπολη διέθετε μόνιμες αγορές, στις οποίες διεξαγόταν το λιανικό εμπόριο, π.χ. τα αρτοποιεία και τα παντοπωλεία που μπορούσε να συναντήσει κανείς σε όλη την πόλη και όπου οι κάτοικοι αγόραζαν τα απαραίτητα είδη. Το εμπόριο χονδρικής γινόταν σε καθορισμένο χρόνο και σε συγκεκριμένες αγορές, προκειμένου να τηρείται με μεγαλύτερη συνέπεια η εφαρμογή των κανονισμών του κράτους, ενώ το ζωεμπόριο και το ιχθυεμπόριο διεξάγονταν σε ειδικές τοποθεσίες.22 Στην αγορά της Κωνσταντινούπολης ανταλλάσσονταν, μεταξύ άλλων, κρασί, ελαιόλαδο, κρέατα, παστά ψάρια, αλάτι, κερί, ξυλεία, κεραμικά είδη, λινά και μάλλινα υφάσματα κ.ά. Το εμπόριο δούλων εξακολουθούσε να υφίσταται μέχρι και τον 11ο αιώνα, ενώ είδη πολυτελείας όπως αρώματα, μπαχαρικά και μεταξωτά κατείχαν περίοπτη θέση στις ανταλλαγές.23

Συνοψίζοντας, την περίοδο αυτή το τοπικό εμπόριο έφερνε στην Κωνσταντινούπολη κατά κύριο λόγο τρόφιμα από τη Θράκη και τη Μικρά Ασία. Tο περιφερειακό εμπόριο εισήγε τα προϊόντα μιας ευρείας περιοχής, που περιελάμβανε τη Βουλγαρία και τη δυτική ακτή του Εύξεινου Πόντου, περιοχές απ’ όπου Βούλγαροι και Ρώσοι έμποροι έφερναν κερί, μέλι, γούνες και λινά στην πρωτεύουσα και εξήγαν είδη πολυτελείας. Tο διαπεριφερειακό εμπόριο, τέλος, σχετιζόταν με όλη την αυτοκρατορία, και με το διεθνές εμπόριο, π.χ. τα λινά υφάσματα του Πόντου και τα χοιρινά της Παφλαγονίας, αλλά και τα μπαχαρικά που κατέληγαν στην πρωτεύουσα από τη Συρία μέσω της Τραπεζούντας.24

5. 11ος-12ος αιώνας

Τoν 11ο και το 12ο αιώνα η βυζαντινή οικονομία παρουσιάζει άνθηση, γεγονός που αντικατοπτρίζεται και στο εμπόριο. Όσον αφορά στο εσωτερικό εμπόριο, η ανάπτυξή του σχετίζεται με την αύξηση της ζήτησης των πόλεων και της υπαίθρου για παντός είδους αγαθά, με την αύξηση του αριθμού των διαθέσιμων νομισμάτων, καθώς και με την ανάπτυξη της γεωργίας. Το πολύ σημαντικό θέμα του εφοδιασμού των πόλεων φαίνεται ότι αυτή την εποχή δεν αντιμετωπίζει προβλήματα. Η Κωνσταντινούπολη, συγκεκριμένα, δέχεται τα αγαθά των επαρχιών (π.χ. σιτηρά, τυριά, κρασιά, κρέατα) σε μεγάλη αφθονία, εφοδιαζόμενη τόσο από την ενδοχώρα της, όσο και από την περιοχή του Εύξεινου Πόντου, καθώς και από το νότιο τμήμα των Βαλκανίων.25

Το εξωτερικό εμπόριο περιλάμβανε μεγάλο μέρος του είδους των εμπορευμάτων που ανταλλάσσονταν και παλαιότερα (μεταξύ άλλων, εξάγονταν μεταξωτά και τρόφιμα, ενώ εισάγονταν μπαχαρικά, αρώματα και πολύτιμο ξύλο), αλλά νέες τάσεις έκαναν την εμφάνισή τους αυτή την εποχή. Η σημαντικότερη σχετίζεται με την «Εμπορική Επανάσταση» που έλαβε χώρα τον 11ο αιώνα στη δυτική Ευρώπη, εξέλιξη που χαρακτηριζόταν από συνεχή αύξηση των ανταλλακτικών σχέσεων, διακριτή κυρίως στις ιταλικές ναυτικές πόλεις, αν και τελικά θα συμπεριλάμβανε το σύνολο της Ευρώπης. Πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτή την εξέλιξη διαδραμάτισαν οι ιταλικές ναυτικές πόλεις Αμάλφι, Βενετία, Γένουα και Πίζα. Από το 12ο αιώνα, ιδιαίτερα, όλες οι ιταλικές ναυτικές πόλεις ενδιαφέρονταν για το εμπόριο της ανατολικής Μεσογείου, η οποία άρχισε να συμμετέχει σε ένα σύστημα ανταλλαγών που για πρώτη φορά μετά τον 6ο αιώνα συμπεριλάμβανε την Ιταλία και, προς τα τέλη του Μεσαίωνα, όλη τη Μεσόγειο.26 Συνεπώς, η μελέτη του βυζαντινού εμπορίου από την περίοδο αυτή και εξής οφείλει να γίνεται σε σχέση με την ιταλική εμπορική οικονομία.

Το 1082, ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ Κομνηνός (1081-1118), υπό την πίεση της νορμανδικής εισβολής, σύναψε συνθήκη με τη Βενετία, παραχωρώντας της πολλά εμπορικά προνόμια, που επικυρώθηκαν και επεκτάθηκαν από τους διαδόχους του. Αργότερα, προνόμια έλαβαν η Πίζα (1111) και η Γένουα (1155), τα οποία επίσης ανανεώθηκαν.27 Η φύση των προνομίων αυτών αφορούσε, μεταξύ άλλων, τη μείωση –ή την κατάργηση όσον αφορά τη Βενετία– των τελών εισόδου των πλοίων που εισέρχονταν και εξέρχονταν από την Κωνσταντινούπολη, ενώ στη συνέχεια καταργήθηκε και το τέλος συναλλαγής μεταξύ Βυζαντινών και Ιταλών εμπόρων.28 Οι παραχωρήσεις αυτές σταδιακά έφεραν τους Βυζαντινούς εμπόρους σε μειονεκτική θέση έναντι των Ιταλών και ισχυροποίησαν την οικονομική θέση των δεύτερων (κυρίως των Βενετών) στην ανατολική Μεσόγειο.

Η Κωνσταντινούπολη παρέμενε σημαντικό κέντρο τοπικού, περιφερειακού και διαπεριφερειακού εμπορίου.29 Ωστόσο, η ιδιαιτερότητα της πόλης ως κλειστής και προστατευόμενης αγοράς, καθώς και στοιχεία του ειδικού καθεστώτος της, όπως η διαμονή των ξένων εμπόρων για περιορισμένο χρονικό διάστημα σε ειδικά κτήρια, η καταβολή τέλους εισόδου από μέρους τους και ο έλεγχος των εξαγωγών τους, διαβρώθηκαν από την παραχώρηση προνομίων στους Ιταλούς εμπόρους.30 Στην Κωνσταντινούπολη καθεμία από τις τρεις μεγάλες ιταλικές ναυτικές πόλεις (Βενετία, Γένουα, Πίζα) διέθετε πλέον τη συνοικία της,31 ενώ δεν έλειπαν οι συγκρούσεις τόσο μεταξύ τους, όσο και με τους Βυζαντινούς.

6. 13ος-15ος αιώνας

Το 1204, τα στρατεύματα της Δ΄ Σταυροφορίας κυρίευσαν την Κωνσταντινούπολη και με τη στρατιωτική διείσδυση της Δύσης στο Βυζάντιο έλαβε νέα μορφή και η προϋπάρχουσα οικονομική δραστηριότητα. Τα κατακτημένα βυζαντινά εδάφη διαμελίστηκαν μεταξύ των σταυροφόρων, η δε Βενετία έλαβε τη μερίδα του λέοντος, ελέγχοντας τα σημαντικότερα λιμάνια και συνεπώς το εμπόριο. Στην Κωνσταντινούπολη, συγκεκριμένα, η Βενετία έλαβε τα τρία όγδοα της πόλης και χιλιάδες Βενετοί εγκαταστάθηκαν εκεί, με αποτέλεσμα η πόλη να καταστεί το σπουδαιότερο βενετικό εμπορικό κέντρο κατά τη Φραγκοκρατία.32 Μία από τις συνέπειες της άλωσης του 1204 ήταν ότι οι Ιταλοί έμποροι δεν διέμεναν πλέον προσωρινά σε ειδικούς εμπορικούς σταθμούς στις πόλεις, αλλά άρχισαν να εγκαθίστανται μόνιμα σε αυτές, με αποτέλεσμα να αποικίσουν ολόκληρες βυζαντινές περιοχές. Το 1261, ο στρατός του αυτοκράτορα της Νίκαιας (του σημαντικότερου ελληνικού διάδοχου κράτους της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας) Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου (1259-1282) ανακατέλαβε την Κωνσταντινούπολη. Το γεγονός αυτό εξανάγκασε τους Βενετούς να εγκαταλείψουν τα τμήματα της πρωτεύουσας που κατείχαν και να χάσουν την προνομιακή εμπορική τους θέση. Εντούτοις, ανέπτυξαν άλλες βάσεις, και από το 1267 ανέκτησαν στην Κωνσταντινούπολη, κατόπιν επαναδιαπραγμάτευσης με τους Βυζαντινούς, την περιοχή όπου ήταν εγκατεστημένοι παλαιότερα. Από την άλλη πλευρά, το 1261 ο Μιχαήλ Η΄ παραχώρησε στους Γενουάτες με τη συνθήκη του Νυμφαίου, αντί της βοήθειας –αχρείαστης τελικά– που θα προσέφερε ο στόλος τους εναντίον των Βενετών στην επικείμενη κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, πλήθος δασμολογικών απαλλαγών και εμπορικών βάσεων. Οι Γενουάτες αποδείχθηκε όμως ότι έλαβαν υπερβολικά πολλά. Κατέστησαν τον Γαλατά (Πέρα, απέναντι από την Κωνσταντινούπολη) που τους είχε παραχωρηθεί, σε ανεξέλεγκτο οικονομικό ανταγωνιστή της πρωτεύουσας, ενώ δεν άργησαν να κυριαρχήσουν στο εμπόριο του Εύξεινου Πόντου.33 Είναι ενδεικτικό ότι μετά το 1261 η Κωνσταντινούπολη εισήγε σιτηρά από τον Εύξεινο Πόντο μέσω Γενουατών εμπόρων.34

Μολονότι το ειδικό καθεστώς της είχε παύσει να υφίσταται ήδη από το 12ο αιώνα και ο πληθυσμός της μειωνόταν συνεχώς μετά το 1204 (με αποτέλεσμα να αριθμεί μόλις 50.000 κατοίκους, όταν έπεσε στα χέρια των Οθωμανών το 1453) η Κωνσταντινούπολη παρέμενε μέχρι και τα μέσα του 15ου αιώνα σημαντικότατο κέντρο του διαπεριφερειακού εμπορίου, φιλοξενώντας μεγάλο αριθμό εμπόρων, τραπεζιτών και πλοιοκτητών.35 Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Βενετού Τζάκομο Μπαντοέρ (Giacomo Badoer), ενός εμπόρου-τραπεζίτη του οποίου σώζεται το λογιστικό κατάστιχο.36 O Μπαντοέρ, εγκατεστημένος στην Κωνσταντινούπολη την περίοδο 1436-1440, επιδιδόταν στο εμπόριο με άλλες αγορές της ανατολικής Μεσογείου και του Εύξεινου Πόντου μέσω των πρακτόρων του ή άλλων εμπόρων. Εντούτοις, η εμπορική κίνηση της βυζαντινής πρωτεύουσας τελούσε πλέον υπό τον έλεγχο των Δυτικών εμπόρων και ιδιαίτερα των Ιταλών.37 Αυτό αποτελούσε συνέπεια του γεγονότος ότι η ανατολική Μεσόγειος μαζί με τις ιταλικές πόλεις λειτουργούσαν πλέον ως διεθνής αγορά, όπου κυριαρχούσαν οι Ιταλοί, και ιδιαίτερα η Βενετία και η Γένουα, χάρη στα εμπορικά προνόμιά τους και τις αποικίες που είχαν ιδρύσει. Οι βυζαντινοί έμποροι λάμβαναν μέρος στο εμπόριο μεγάλων αποστάσεων, αναλαμβάνοντας όμως το ρόλο των ελασσόνων εταίρων των Ιταλών. Σε ό,τι αφορά το περιφερειακό και το τοπικό εμπόριο, ο βυζαντινός έμπορος συνέχισε να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο –μολονότι είχαν κάνει την εμφάνιση τους ξένοι έμποροι– εκπροσωπώντας τόσο τον εαυτό του, όσο και τους Ιταλούς, εξυπηρετώντας στη δεύτερη περίπτωση το εμπόριο μεγάλων αποστάσεων.38

Είναι αξιοσημείωτο ότι το 14ο και ιδιαίτερα το 15ο αιώνα η αριστοκρατία της Κωνσταντινούπολης επιδόθηκε στο εμπόριο, λόγω της απώλειας των γαιών της από την οθωμανική επέκταση.39 Ακόμα και κατά την τελευταία πριν από την Άλωση περίοδο, και ενώ η Κωνσταντινούπολη ήταν περικυκλωμένη από τους Οθωμανούς, οι Κωνσταντινουπολίτες έμποροι δραστηριοποιούνταν σε διάφορα μέρη, όπως η χερσόνησος της Κριμαίας και οι νότιες παρευξείνιες περιοχές.40




1. De Ligt, L., Fairs and Markets in the Roman Empire. Economic and Social Aspects of Periodic Trade in a Pre-industrial Society (Amsterdam 1993), σελ. 15, 82-83, 88-89· “Οι ανταλλαγές και το εμπόριο από τον 7ο έως τον 12ο αιώνα”, στο Λαΐου, Α.Ε. (επιμ.), Οικονομική ιστορία του Βυζαντίου από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα Β (Αθήνα 2006), σελ. 471-559, ιδ. 482.

2. Morrisson, C. – Sodini, J.P., “Ο έκτος αιώνας”, στο  Λαΐου, Α.Ε. (επιμ.), Οικονομική ιστορία του Βυζαντίου από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα Α (Αθήνα 2006), σελ. 281-358, ιδ. 341-345.

3. Croke, B., “Justinian’s Constantinople”, στο  Maas, M. (επιμ.), The Cambridge Companion to the Age of Justinian (Cambridge 2005), σελ. 60-86, ιδ. 69.

4. Dagron, G., Η γέννηση μιας πρωτεύουσας. Η Κωνσταντινούπολη και οι θεσμοί της από το 330 ως το 451, μτφρ. Λουκάκη Μ.(Αθήνα 2000), σελ. 604 κ.ε.· McCormick, M., Origins of the European Economy. Communications and Commerce, A.D. 300-900 (Cambridge 2001), σελ. 106, 112.

5. Προκόπιος, Περί κτισμάτων, 5.1.10, Haury, J. – Wirth, G. (επιμ.), Procopii Caesariensis opera omnia IV: De aedificiis libri VI (Lipsiae 1964), σελ. 150.27-151.7.

6. Βλ. Mango, C., Le développement urbain de Constantinople (IVe-VIIe siècles) (Travaux et Mémoires, Monographies 2, Paris 21990), σελ. 37 κ.ε.· Magdalino, P., “The Maritime Neighborhoods of Constantinople: Commercial and Residential Functions, Sixth to Twelfth Centuries”, Dumbarton Oaks Papers 54 (2000), σελ. 209-226, ιδ. 211.

7. Durliat, J., “L’approvisionnement de Constantinople”, στο  Mango, C. – Dagron, G. (επιμ.), Constantinople and its Hinterland, Papers from the Twenty-seventh Spring Symposium of Byzantine Studies, Oxford, April 1993 (Aldershot 1995), σελ. 19-33· Croke, B., “Justinian’s Constantinople”, στο Maas, M. (επιμ.), The Cambridge Companion to the Age of Justinian (Cambridge 2005), σελ. 60-86, ιδ. 69.

8. Magdalino, P., “Μεσαιωνική Κωνσταντινούπολη: Κτισμένο περιβάλλον και αστική ανάπτυξη”, στο  Λαΐου, Α.Ε. (επιμ.), Οικονομική ιστορία του Βυζαντίου από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα Β (Αθήνα 2006), σελ. 231-243, ιδ. 231.

9. Βλ. Magdalino, P., “The Maritime Neighborhoods of Constantinople: Commercial and Residential Functions, Sixth to Twelfth Centuries”, Dumbarton Oaks Papers 54 (2000), σελ. 209-226, ιδ. 214-215· Mango, M.M., “The Commercial Map of Constantinople”, Dumbarton Oaks Papers 54 (2000), σελ. 189-207, ιδ. 193-194.

10. Mango, C.,  Le développement urbain de Constantinople (IVe-VIIe siècles) (Travaux et Mémoires, Monographies 2, Paris 21990), σελ. 38· Morrisson, C. – Sodini, J.P., “Ο έκτος αιώνας”, στο Λαΐου, Α.Ε.  (επιμ.), Οικονομική ιστορία του Βυζαντίου από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα Α (Αθήνα 2006), σελ. 281-358, ιδ. 336.

11. Καραγιαννόπουλος, I., Το Βυζαντινό κράτος (Θεσσαλονίκη 41996), σελ. 486.

12. Αβραμέα, Α., “Χερσαίες και θαλάσσιες επικοινωνίες (4ος-15ος αιώνας)”, στο Λαΐου, Α.Ε. (επιμ.), Οικονομική ιστορία του Βυζαντίου από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα A (Αθήνα 2006), σελ. 125-167, ιδ. 134-136, 143· Λαΐου, Α.Ε., “Οι ανταλλαγές και το εμπόριο από τον 7ο έως τον 12ο αιώνα”, στο Λαΐου, Α.Ε. (επιμ.), Οικονομική ιστορία του Βυζαντίου από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα Β (Αθήνα 2006), σελ. 471-559, ιδ. 473.

13. Λαΐου, Α.Ε.,  “Οι ανταλλαγές και το εμπόριο από τον 7ο έως τον 12ο αιώνα”, στο Λαΐου, Α.Ε. (επιμ.), Οικονομική ιστορία του Βυζαντίου από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα Β (Αθήνα 2006), σελ. 471-559, ιδ. 478.

14. Λαΐου, Α.Ε.,  “Οι ανταλλαγές και το εμπόριο από τον 7ο έως τον 12ο αιώνα”, στο Λαΐου, Α.Ε. (επιμ.), Οικονομική ιστορία του Βυζαντίου από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα Β (Αθήνα 2006), σελ. 471-559, ιδ. 482.

15. Λαΐου, Α.Ε., “Οι ανταλλαγές και το εμπόριο από τον 7ο έως τον 12ο αιώνα”, στο Λαΐου, Α.Ε. (επιμ.), Οικονομική ιστορία του Βυζαντίου από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα Β (Αθήνα 2006), σελ. 471-559, ιδ. 479. Για την ύπαρξη αγοράς δούλων στην Κωνσταντινούπολη, βλ. McCormick, Μ., Origins of the European Economy. Communications and Commerce, A.D. 300-900 (Cambridge 2001), σελ. 745, 760.

16. Διδασκαλία  Ἰακώβου νεοβαπτίστου, V.19-20· Déroche, V., (επιμ.), .Doctrina Jacobi nuper baptizati, στο  Dagron, G. – Déroche, V., “Juifs et Chrétiens dans l’Orient du VIIe siècle”, Travaux et Mémoires 11 (1991), σελ. 213.10-219.53. Πρβ. Λαΐου, A.E., “Οι ανταλλαγές και το εμπόριο από τον 7ο έως τον 12ο αιώνα”, στο Λαΐου, A.E. (επιμ.), Οικονομική ιστορία του Βυζαντίου από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα Β (Αθήνα 2006), σελ. 471-559, ιδ. 479.

17. Λαΐου, A.E., “Οι ανταλλαγές και το εμπόριο από τον 7ο έως τον 12ο αιώνα”, στο Λαΐου, A.E. (επιμ.), Οικονομική ιστορία του Βυζαντίου από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα Β (Αθήνα 2006), σελ. 471-559, ιδ. 495-496.

18. Oikonomides, N., “The Economic Region of Constantinople: From Directed Economy to Free Economy, and the Role of the Italians”, στο Arnaldi, G. –  Cavallo, G. (επιμ.), Europa Medievale e Mondo Bizantino: Contatti effettivi e possibilità di studi comparati, Tavola rotonda del XVIII Congresso del CISH, Montréal, 29 agosto 1995 (Roma 1997), σελ. 221-238.

19. Τὸ Ἐπαρχικὸν Βιβλίον, 4.1, 4.8, 8.2, 8.5, Koder, J. (επιμ.), Das Eparchenbuch Leons des Weisen (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 33, Wien 1991), σελ. 90, 92, 104. Πρβ. Muthesius, A., “Η παραγωγή μεταξωτών υφασμάτων. Μέθοδοι - Αργαλειοί - Τεχνικές όψεις”, στο Λαΐου, Α.Ε. (επιμ.), Οικονομική ιστορία του Βυζαντίου από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα A (Αθήνα 2006), σελ. 249-278, ιδ. 272-273. Γενικά για το μετάξι και τα επαγγέλματά του, βλ. Dagron, G., “Η αστική οικονομία από τον 7ο έως τον 12ο αιώνα”, στο Λαΐου, Α.Ε. (επιμ.), Οικονομική ιστορία του Βυζαντίου από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα Β (Αθήνα 2006), σελ. 43-140, ιδ. 107-116.

20. Τὸ Ἐπαρχικὸν Βιβλίον, 6.12, Koder, J. (επιμ.), Das Eparchenbuch Leons des Weisen (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 33, Wien 1991), σελ. 98.

21. Λαΐου, A.E., “Οι ανταλλαγές και το εμπόριο από τον 7ο έως τον 12ο αιώνα”, στο Λαΐου, A.E. (επιμ.), Οικονομική ιστορία του Βυζαντίου από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα Β (Αθήνα 2006), σελ. 471-559, ιδ. 507-510.

22. Λαΐου, A.E., “Οι ανταλλαγές και το εμπόριο από τον 7ο έως τον 12ο αιώνα”, στο Λαΐου, A.E. (επιμ.), Οικονομική ιστορία του Βυζαντίου από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα Β (Αθήνα 2006), σελ. 471-559, ιδ. 519-520.

23. Λαΐου, A.E., “Οι ανταλλαγές και το εμπόριο από τον 7ο έως τον 12ο αιώνα”, στο Λαΐου, A.E. (επιμ.), Οικονομική ιστορία του Βυζαντίου από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα Β (Αθήνα 2006), σελ. 471-559, ιδ. 507.

24. Λαΐου, A.E., “Οι ανταλλαγές και το εμπόριο από τον 7ο έως τον 12ο αιώνα”, στο Λαΐου, A.E. (επιμ.), Οικονομική ιστορία του Βυζαντίου από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα Β (Αθήνα 2006), σελ. 471-559, ιδ. 510-511. Για τα προϊόντα που εισήγαν και εξήγαν οι Βούλγαροι έμποροι την εποχή αυτή, βλ. McCormick, M., Origins of the European Economy. Communications and Commerce, A.D. 300-900 (Cambridge 2001), σελ. 605.

25. Λαΐου, A.E., “Οι ανταλλαγές και το εμπόριο από τον 7ο έως τον 12ο αιώνα”, στο Λαΐου, A.E. (επιμ.), Οικονομική ιστορία του Βυζαντίου από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα Β (Αθήνα 2006), σελ. 471-559, ιδ. 530, 533. Βλ. ενδεικτικά το γνωστό σχόλιο του Μιχαήλ Χωνιάτη, Ἐπιστολαί, 50, Kolovou, F. (επιμ.), Michaelis Choniatae epistulae (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 41, Berlin – New York 2001), σελ. 69.60-70.65, στο οποίο αναφέρονται ορισμένες από τις περιοχές της αυτοκρατορίας που εφοδίαζαν την πρωτεύουσα. Πρβ. Magdalino, P., “The Grain Supply of Constantinople, Ninth-Twelfth Centuries”, στο  Mango, C. – Dagron, G. (επιμ.), Constantinople and its Hinterland, Papers from the Twenty-seventh Spring Symposium of Byzantine Studies, Oxford, April 1993 (Aldershot 1995), σελ. 35-47, ιδ. 36.

26. Λαΐου, A.E., “Οι ανταλλαγές και το εμπόριο από τον 7ο έως τον 12ο αιώνα”, στο Λαΐου, A.E. (επιμ.), Οικονομική ιστορία του Βυζαντίου από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα Β (Αθήνα 2006), σελ. 471-559, ιδ. 528-529.

27. Για μια περιγραφή των προνομίων αυτών, βλ. Lilie, R.J., Handel und Politik zwischen dem byzantinischen Reich und den italienischen Kommunen Venedig, Pisa und Genua in der Epoche der Komnenen und Angeloi (1081-1204) (Amsterdam 1984)· Nicol, D.M., Byzantium and Venice. A Study in Diplomatic and Cultural Relations (Cambridge 1988), σελ 59 κ.ε.· Jacoby, D., “Italian Privileges and Trade in Byzantium before the Fourth Crusade: A Reconsideration”, Annuario de Estudios Medievales 24 (1994), σελ. 349-368· Jacoby, D., Trade, Commodities and Shipping in the Medieval Mediterranean (Collected Studies 572, Aldershot 1997), αρ. ΙΙ.

28. Λαΐου, A.E., “Οι ανταλλαγές και το εμπόριο από τον 7ο έως τον 12ο αιώνα”, στο Λαΐου, A.E. (επιμ.), Οικονομική ιστορία του Βυζαντίου από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα Β (Αθήνα 2006), σελ. 471-559, ιδ. 540.

29. Ο Βενιαμίν εκ Τουδέλης, Το βιβλίο των ταξιδιών στην Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική, 1159-1173, μτφρ. Βλαχοπούλου, Φ., εισαγωγή, σχόλια Μεγαλομμάτης, Κ. – Σαββίδης, Α.  (Αθήνα 1994), σελ. 65, αναφέρει την παρουσία ξένων εμπόρων στην Κωνσταντινούπολη, οι οποίοι προέρχονταν από πολλά μέρη του τότε γνωστού κόσμου.

30. Laiou,  A.E. – Morrisson, C., The Byzantine Economy (Cambridge Medieval Textbooks, Cambridge 2007), σελ. 138.

31. Βλ. ενδεικτικά Jacoby, D., “The Venetian Quarter of Constantinople from 1082-1261. Topographical Considerations”, στο  Sode, C. – Takács, S. (επιμ.), Novum Millenium. Studies on Byzantine History and Culture dedicated to Paul Speck (Aldershot 2001), σελ. 153-170· Constable, O.R., Housing the Stranger in the Mediterranean World. Lodging, Trade, and Travel in Late Antiquity and the Middle Ages (Cambridge 2003), σελ. 150-157.

32. Λαΐου, A., “Κοινωνία και οικονομία (1204-1453)”, στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους Θ (Αθήνα 1980), σελ. 214-243, ιδ. 229. Για τους Βενετούς αποίκους στην Κωνσταντινούπολη, βλ. επίσης Jacoby, D., “Venetian Settlers in Latin Constantinople (1204-1261): Rich or Poor?”, στο Μαλτέζου, Χ.Α. (επιμ.), Πλούσιοι και φτωχοί στην κοινωνία της ελληνολατινικής Ανατολής = Ricchi e poveri nella società dellOriente grecolatino (Βιβλιοθήκη του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας 19, Βενετία 1998), σελ. 181-204.

33. Matschke, K.P., “Ανταλλαγές, εμπόριο, αγορές και χρήμα (13ος-15ος αιώνας)”, στο Λαΐου, Α.Ε. (επιμ.), Οικονομική ιστορία του Βυζαντίου από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα Β (Αθήνα 2006), σελ. 561-612, ιδ. 561.

34. Day, J., “Το εμπόριο στην ανατολική Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα κατά τον Μεσαίωνα”, στο Λαΐου, Α.Ε. (επιμ.), Οικονομική ιστορία του Βυζαντίου από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα Β (Αθήνα 2006), σελ. 613-623, ιδ. 622.

35. Laiou, Α.Ε. – Morrisson, C., The Byzantine Economy (Cambridge Medieval Textbooks, Cambridge 2007), σελ. 196-197.

36. Il libro dei conti di Giacomo Badoer (Constantinopoli 1436-1440),   επιμ. Dorini, U. –  Bertelé, T.  (Roma 1956). Πρβ. και Γερολυμάτου, Μ., “Κωνσταντινούπολη – Θράκη – Βιθυνία. Η οικονομική μαρτυρία του Giacomo Badoer”, στο  Μοσχονάς, Ν.Γ. (επιμ.), Χρήμα και αγορά στην εποχή των Παλαιολόγων (Το Βυζάντιο Σήμερα 4, Αθήνα 2003), σελ. 113-132.

37. Λαΐου, Α.Ε., “Κοινωνία και οικονομία (1204-1453)”, στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους Θ (Αθήνα 1980), σελ. 214-243, ιδ. 234.

38. Λαΐου, A.E., “Επισκόπηση της βυζαντινής οικονομίας”, στο Λαΐου, A.E. (επιμ.), Οικονομική ιστορία του Βυζαντίου από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα Γ (Αθήνα 2006), σελ. 361-389, ιδ. 380-381. Βλ. επίσης Λαΐου, A.E. “The Byzantine Economy in the Mediterranean Trade System: Thirteenth-Fifteenth Centuries”, Dumbarton Oaks Papers 34-35 (1980-1981), σελ. 177-222.

39. Oikonomidès, N., Hommes daffaires grecs et latins à Constantinople (XIIIe-XVe siècles) (Montréal – Paris 1979), σελ. 119-123· Κιουσοπούλου, T.,  Βασιλεύς ή Οικονόμος. Πολιτική εξουσία και ιδεολογία πριν την Άλωση (Αθήνα 2007), σελ. 57.

40. Matschke, K.P., “Ανταλλαγές, εμπόριο, αγορές και χρήμα (13ος-15ος αιώνας)”, στο Λαΐου, Α.Ε. (επιμ.), Οικονομική ιστορία του Βυζαντίου από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα Β (Αθήνα 2006), σελ. 561-612, ιδ. 593-594.