Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Μετανάστευση από Καππαδοκία προς Κωνσταντινούπολη

Συγγραφή : Καραχρήστος Ιωάννης (17/3/2003)

Για παραπομπή: Καραχρήστος Ιωάννης, «Μετανάστευση από Καππαδοκία προς Κωνσταντινούπολη», 2003,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=5300>

Μετανάστευση από Καππαδοκία προς Κωνσταντινούπολη (23/1/2006 v.1) Cappadocian Migration to Constantinople (15/2/2006 v.1) 

Παραθέματα

 

Το τραγούδι που έλεγαν οι ξενιτεμένοι από το Ζιντζίντερε κατά την επιστροφή τους

«Καϊσερινίν παστουρμασή κετεσή,
Κιορουνούγιορ Ερτσιεσίν τεπεσή».

[Μετάφραση:
«Της Καισαρείας τον παστουρμά και το βουτυράτο ψωμί.
Ιδού φαίνεται και του Αργαίου η κορυφή».]

Τσαλίκογλου, Ε., «Λαογραφικά των Φλαβιανών (Ζιντζί-Ντερέ) Καισάρειας της Καππαδοκίας», Μικρασιατικά Χρονικά 17 (1980), σελ. 164.

Νανούρισμα που τραγουδούσαν στα αγόρια στην Καππαδοκία

«Ογλούμ ουγιουγιούπτα πογιουγιετζέκ κουρπετέ κιτούπ παρά καζανατζάκ. Νέννη γιαβρούμ νέννη».

[Μετάφραση:
«Το αγόρι μου θα κοιμηθεί, θα μεγαλώσει, θα ξενιτευτεί και θα κερδίσει λεφτά. Νάνι, μωρό μου, νάνι».]

Τσαλίκογλου, Ε., Οι εν διασπορά Καππαδόκες: Βίος και δραστηριότητες αυτών (Αθήναι 1954, δακτυλογραφημένο χειρόγραφο κατατεθειμένο στο Κ.Μ.Σ.), σελ. 87.

Δείγμα γράμματος που έστελναν οι Ανακιώτισσες στο σύζυγο ή στο γιο τους στην Πόλη

«Εις δόξαν Χριστού [αν ήταν Πάσχα: Χριστός Ανέστη] Χαίροις από εμένα τη μητέρα σου [ή: τη σύζυγό σου]. Εις ελόγου σου, υιέ μου [ή: νοικοκύρη μου, αν ήταν σύζυγος], κατά πολλά και ακριβά σε χαιρετώ και την υγείαν σου ζητώ από τον Άγιον Θεόν. Χαιρετά σε και ο… και ο… [συγγενείς και γνωστοί]. Χαιρετώ και τον… και τον… [συγγενείς και φίλους στην Πόλη]. Και άλλο, νοικοκύρη μου, τι να σε πω και τι να σε φανερώσω. Μάρτ’ γκελdί, ντερτ γκελdί [μετάφραση: ήρθε ο Μάρτης, ήρθαν τα βάσανα] [αν τύχαινε τέλος του χειμώνα]». Ακολουθούσαν οι ανάγκες του σπιτιού ή άλλα οικογενειακά ζητήματα, και το γράμμα τελείωνε. Υπόγραφε για λογαριασμό της γυναίκας ο μαθητής που συνέτασσε το γράμμα, και στο τέλος προσέθετε: «Χαιρετώ σε και εγώ ο …».

Κωστάκης, Θ., Ανακού (Αθήνα 1963), σελ. 148-149.

Οι επιπτώσεις της μετανάστευσης στην τοπική κοινωνία και στην οργάνωση της εργασίας
(Κερμίρ, προφορική μαρτυρία)

«20 σπίτια χριστιανικά φτιάχνανε παστουρμά για εμπόριο. Δεν είχανε, βλέπεις, ξενιτεμένο για να τους στέλνει χρήματα. Χήρες γυναίκες οι περισσότερες, κάτι έπρεπε να κάνουν για να ζήσουν. Φτιάχνανε μερικές οκάδες παστουρμά, που φρόντιζαν να τον στείλουν σε συγγενείς τους στην Πόλη. Αυτοί ή τον κρατούσαν για λογαριασμό τους και τους στέλνανε τα λεφτά ή φρόντιζαν να πουληθεί στην αγορά της Πόλης».

Ασβεστή, Μ., Επαγγελματικές ασχολίες των Ελλήνων της Καππαδοκίας (Αθήνα 1980), σελ. 64.


Επιστολή γυναίκας από το Αραβανί στο σύζυγό της, μετανάστη στην Πόλη, και η απάντησή του

Επιστολή γυναίκας:
«Σεβgιüλü Γιωργάκη μ’
Ένναι πολύς ταρός χαρτσί σ’ dεν πήραμ’ και παρακαλούμ’ το Τεό να σ’ έχ’ λιαρό. Τα φσέγια πολύ καλά ’νdαι, φιλούν το χέρι σ’. Το φυτό μας φέτ’ πολύ düζgιüν’ τουν, πήραμ’ είκοσ’ γουμάρια σταφύλια. Έπκαμ’ τα ρετσέλια μας, τα πεκμέζια μας, τα κοφτάρια μας και ερυό γουσακλούρια κρασί.
Ετλίκ να ποίκουμ’ μι φέτ’; Αν γκρέβης γιολλάτσε μας λίγα παρέγια να πκούμ’ μη γεριdίζουν τα φσέγια· συννύφσα μ’ Dέσποινα λέγ’, κι, μας πκούμ’ dάμα ένα ετλόικ λέγ’. Άλλο εσύ με το τσέλεμπη μ’ το Ανέστη γκελετζεψέτ’ το και ό,τσι μπουγιουρdούητ ζάζουμ’ το.
Το χτσήνο μας γέννσε ένα όμορφο, σαρού, σον το μάννα τα’ σακάρ χελυκό τανά. Να το χιωρήγης τσι όμορφο’ ναι, χαπλαdeσ’ και κλώρ’ σο σπίσ’ απέσω. Έπκα νιές να το μπöγιüττίζω.
Τα φσέγια μας πολύ καλά ψαλίσκουν σο σκόλειο και κοριτσιού τα χέρια κλινίσκουν σο όργο.
Φιλώ σε
Μαρία»

[Μετάφραση:
Αγαπητέ μου Γιωργάκη,
Προ πολλού δεν πήραμε γράμμα σου και παρακαλούμε το Θεό να σ’ έχη γερό. Τα παιδιά είναι πολύ καλά, σου φιλούν το χέρι.
Το αμπέλι μας φέτος ήτο πολύ καλό, πήραμε είκοσι γομάρια σταφύλια. Εκάμαμε τα γλυκά μας, τα πετμέζια μας, τις μουσταλευριές μας και δύο πιθάρια κρασί.
Εσοδείαν κρεάτων θα κάμωμε φέτος; Αν θέλης, στείλε μας ολίγα χρήματα να κάμωμε μήπως ζηλεύσουν τα παιδιά. Η συννυφάδα μου η Δέσποινα λέγει να κάμωμε μαζί την εσοδείαν των κρεάτων. Εσύ πλέον συνεννοήσου με τον ανδράδελφόν μου Ανέστη και ό,τι διατάξετε θα κάμωμε.
Η αγελάδα μας εγέννησε ένα όμορφο, ξανθό σαν τη μάνα του με σημάδι στο κούτελο, θηλυκό μοσχάρι. Να το ιδής τι όμορφο που είναι, πηδά και τρέχει μέσα στο σπίτι. Έλαβα την απόφασι να το μεγαλώσω.
Τα παιδιά μας πολύ καλά μανθάνουν εις το σχολείον και του κοριτσιού τα χέρια είναι ικανά δι’ εργασίαν.
Σε φιλώ
Μαρία]

Απάντηση του συζύγου:
«Σεβgιüλü Μαρία μ’
Το χαρτσί σ’ πάρα το, κι’ εγώ έγραψά σας το πέρνασέ μας το βdομάρα. Αν dρανήης τα χαρτσιά μας γαρσουλλάνσαν.
Κι’ εγώ, dόξα ’ς κερεός, καλά είμαι. Χαιράζουμαι πολύ ας το είστε εσείτ καλά και ακούμ’ ας το μαραινίσκουν καλά τα φσέγια μας. Σ’ ένα ερυό μήνες να έρτση ατσού ανεψιό μ’ Χαρελέμης να τα γιολλαdeσω ερυό όμορφα τσέντες. Dράνα τα φσέγια.
Το έρχεταί μας το βdομάρα να σε γιολλαdeσω παρέγια, ποικέτ’ ένα ετλίκ μι το Dέσποινά μας dάμα.
Σ’ ένα χρόνος, αν Τεός φέρ’τα οργατά μας ράστι να έρτω σο μεμλεκές να κάτσω ένα χρόνο dάμα σας να dινλενdίσω.
Φιλώ σε
Γιώργης»

[Μετάφραση:
Αγαπητή μου Μαρία,
Το γράμμα σου το πήρα, και εγώ σας έγραψα την περασμένη εβδομάδα. Φαίνεται ότι αι επιστολαί μας διεσταυρώθησαν.
Και εγώ, δόξα τω Κυρίω, είμαι καλά. Σ’ ένα δυο μήνες θα έλθη αυτού ο εξάδελφός μου Χαράλαμπος, θα τους στείλω δύο όμορφες τσάντες. Κοίταξε καλά τα παιδιά.
Την ερχόμενη εβδομάδα θα σου στείλω λεπτά, κάμετε την εσοδεία των κρεάτων με την Δέσποινά μας μαζί.
Σ’ ένα χρόνο, αν ο Θεός ευοδώση τας εργασίας μας, θα έλθω στην πατρίδα να καθίσω κοντά σας ένα χρόνο, να ησυχάσω.
Σε φιλώ
Γιώργης]

Φωστέρης, Δ., «Το Αραβάνιον», Μικρασιατικά Χρονικά 5 (1952), σελ. 155-157.

Τραγούδι από το Γκέλβερι που συνόδευε το χορό των συζύγων των μεταναστών στη γιορτή του Πάσχα

«Αφέντη μου, έφυγες, πάνε δεκατρία χρόνια πια.
Όλα εκείνα τα δέντρα που φύτεψες έδωσαν καρπούς.
Οι αφεντάδες που έφυγαν μαζί σου γύρισαν.
Έλα γρήγορα, αφέντη μου, δε σου φτάνει πια;
Η σκληρή μοναξιά δε σε διώχνει;
Στης Πόλης το δρόμο τα πουλιά αράδα αράδα.
Απ’ το ταίρι της χώρισε μια πέρδικα και κελαηδάει.
Από το ταίρι να χωρίσεις είναι πιο κακό κι απ’ το θάνατο.
Έλα γρήγορα, αφέντη μου…
Βράδυ γίνεται κι εγώ το καντήλι μου ανάβω.
Στην πόρτα μου μπροστά παραπονεμένη κάθομαι.
Ταχυδρόμος ήρθε, λένε, σηκώνομαι, πετιέμαι.
Γράμμα δεν έχει, λένε, στεναχωρημένη κάθομαι.
Έλα γρήγορα, αφέντη μου...»

Καρατζά, Ε., Καππαδοκία: Ο τελευταίος ελληνισμός της περιφέρειας Ακσεράι Γκέλβερι (Καρβάλης) (Αθήνα 1985), σελ. 291.

 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>