Encyclopaedia of the Hellenic World, Asia Minor FOUNDATION OF THE HELLENIC WORLD
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα AΑναζήτηση με το γράμμα BΑναζήτηση με το γράμμα CΑναζήτηση με το γράμμα DΑναζήτηση με το γράμμα EΑναζήτηση με το γράμμα FΑναζήτηση με το γράμμα GΑναζήτηση με το γράμμα HΑναζήτηση με το γράμμα IΑναζήτηση με το γράμμα JΑναζήτηση με το γράμμα KΑναζήτηση με το γράμμα LΑναζήτηση με το γράμμα MΑναζήτηση με το γράμμα NΑναζήτηση με το γράμμα OΑναζήτηση με το γράμμα PΑναζήτηση με το γράμμα QΑναζήτηση με το γράμμα RΑναζήτηση με το γράμμα SΑναζήτηση με το γράμμα TΑναζήτηση με το γράμμα UΑναζήτηση με το γράμμα VΑναζήτηση με το γράμμα WΑναζήτηση με το γράμμα XΑναζήτηση με το γράμμα YΑναζήτηση με το γράμμα Z

Asiarch

Author(s) : Zoubaki Sofia (5/17/2002)
Translation : Kalogeropoulou Georgia , Karioris Panagiotis

For citation: Zoubaki Sofia, "Asiarch",
Encyclopaedia of the Hellenic World, Asia Minor
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=7625>

Ασιάρχης (2/6/2008 v.1) Asiarch (4/7/2008 v.1) 

GLOSSARY

 

jus trium liberorum
The status acquired by a woman with three children.

proconsul, -lis
A quite high ranking official, vir spectabilis according to the rank of the senate, who was inequable only to the Domestikos of the Scholae and to the Magister Militum per Orientem. The proconsul usually served as a governor of the Imperial provinces (i.e. in Asia Minor the provinces of Asia and Cappadocia). The office was demoted from the 9th century onwards and the term was in use until the 12th century meaning a dignity.

 
 
 
 
 
 
 
 

Entry's identity

 
press image to open photo library
 

>>>