Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Δημόσια Υγεία και Πρόσφυγες στην Ελλάδα κατά το Μεσοπόλεμο

Συγγραφή : Κατσάπης Κωνσταντίνος (18/4/2003)

Για παραπομπή: Κατσάπης Κωνσταντίνος, «Δημόσια Υγεία και Πρόσφυγες στην Ελλάδα κατά το Μεσοπόλεμο», 2003,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=4082>

Δημόσια Υγεία και Πρόσφυγες στην Ελλάδα κατά το Μεσοπόλεμο (16/11/2007 v.1) Public health and refugee settlements in Greece, interwar period - δεν έχει ακόμη εκδοθεί 
 

1. Η υγειονομική οργάνωση του ελληνικού κράτους

Από το 1922 και μετά, όταν δηλαδή άρχισε η μαζική έλευση προσφύγων στην Ελλάδα, τέθηκε επί τάπητος το ζήτημα της βελτίωσης του συστήματος της υγειονομικής οργάνωσης του κράτους. Προς την κατεύθυνση αυτή οι προσπάθειες είχαν ξεκινήσει αρκετά νωρίς, ήδη από το 1833, όταν ιδρύθηκε η Υγειονομική Αστυνομία, που εντάχθηκε στο υπουργείο Εσωτερικών του νεοσύστατου ελληνικού βασιλείου. Ένα χρόνο αργότερα, το 1834, συστάθηκε το Βασιλικόν Ιατροσυνέδριον, που είχε ως αρμοδιότητά του τη χάραξη των βασικών γραμμών της ασκούμενης πολιτικής στο χώρο της δημόσιας υγείας, ενώ το 1836 το νομοθετικό πλαίσιο της χώρας συμπληρώθηκε με το σπουδαιότερο ίσως νόμο για την προστασία της λαϊκής υγείας, το βασιλικό διάταγμα «περί εμποδισμού της μεταδόσεως κολλητικών αρρωστιών». Στα χρόνια, ωστόσο, που ακολούθησαν μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, δεν παρατηρήθηκε καμία ουσιαστική πρόοδος στην αντιμετώπιση εκείνων των προβλημάτων της ελληνικής κοινωνίας που άμεσα ή έμμεσα σχετίζονταν με την ύπαρξη και το βαθμό αποτελεσματικότητας ενός συστήματος υγειονομικής οργάνωσης. Αντίθετα, παρατηρήθηκε οπισθοδρόμηση, που εκφραζόταν συνήθως με την κατάργηση υπηρεσιών1 και το πάγωμα των απαραίτητων πιστώσεων στο χώρο της υγείας.

Η περίοδος της στασιμότητας τερματίστηκε το 1914, οπότε ανασυγκροτήθηκε το Βασιλικόν Ιατροσυνέδριον και ιδρύθηκε η Διεύθυνση Υγιεινής και Δημόσιας Αντιλήψεως. Τρία χρόνια αργότερα, όταν συστάθηκε το υπουργείο Περιθάλψεως για την αντιμετώπιση προβλημάτων που είχαν να κάνουν με την εμφάνιση των πρώτων προσφύγων, κρίθηκε σκόπιμο να εκχωρηθούν σε αυτό σημαντικές αρμοδιότητες πάνω στο ζήτημα της υγειονομικής κατάστασης των προσφυγικών πληθυσμών.

Την εποχή αυτή η ασκούμενη πολιτική καθορίζεται από δύο σημαντικούς παράγοντες: ο πρώτος συνίσταται στην ανάγκη για εξεύρεση λύσης σε προβλήματα που άπτονταν της δημόσιας υγείας – η αθρόα εγκατάσταση προσφύγων μετά το ’22 θα τα επέτεινε σε δραματικό βαθμό. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο κίνδυνος για έξαρση των επιδημιών και για επέκταση της φυματίωσης και της ελονοσίας, που ήδη θέριζαν τους ντόπιους πληθυσμούς, ήταν μεγαλύτερος από ποτέ. Ο δεύτερος παράγοντας σχετίζεται με την ανάπτυξη, από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα, ενός προβληματισμού σχετικά με τις κοινωνικές και οικονομικές προϋποθέσεις των ασθενειών και τον τρόπο ή την ένταση με την οποία εμφανίζονταν αυτές στις διάφορες πληθυσμιακές ομάδες.

Η συνειδητοποίηση του στοιχείου αυτού οδήγησε τις αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες στην ανάληψη πρωτοβουλιών για την αντιμετώπιση των προβλημάτων με τρόπο σφαιρικό. Η δημόσια υγεία άρχισε να γίνεται πλέον αντιληπτή όχι απλουστευτικά, δηλαδή ως ζήτημα λίγο πολύ «αναπόφευκτης» εκδήλωσης ασθενειών που ταλαιπωρούσαν τους πολίτες, αλλά ως τμήμα μιας συνολικότερης συζήτησης, που έθετε στο τραπέζι ζητήματα με ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις. Σε αυτά περιλαμβάνονταν η κοινωνική ασφάλιση,2 η ανάγκη παρέμβασης του κράτους στο χώρο της πόλης και της υπαίθρου με τη διενέργεια δημόσιων έργων, η απαίτηση για σύσταση θεσμών που θα αντικαθιστούσαν την αποσπασματικότητα της ιδιωτικής φιλανθρωπίας με τη βεβαιότητα της κρατικής μέριμνας.3

Το 1922 ιδρύθηκε το υπουργείο Υγιεινής, Προνοίας και Αντιλήψεως, το οποίο ενσωμάτωσε τους δύο βασικούς υγειονομικούς φορείς που όριζε ο νόμος του 1914, δηλαδή το Βασιλικόν Ιατροσυνέδριον –υπό την ονομασία πλέον «Ανώτατον Υγειονομικόν Συμβούλιον»– και τη Διεύθυνση Υγιεινής και Δημοσίας Αντιλήψεως. Λίγο αργότερα το υπουργείο έλαβε την ονομασία «Υπουργείον Κρατικής Υγιεινής και Αντιλήψεως».

Είχε προηγηθεί ο αποδεκατισμός των συμμαχικών στρατευμάτων κατά τη διάρκεια της διαμονής τους στη Θεσσαλονίκη. Το 1916 περίπου 30.000 στρατιώτες είχαν παρουσιάσει κρούσματα ελονοσίας. Το 1917 παρουσιάστηκαν περίπου 70.000 περιστατικά, ενώ το 1918 κάπου 55.000 άντρες ασθένησαν, υποχρεώνοντας τον αρχηγό των συμμαχικών στρατευμάτων να αναφέρει στους προϊσταμένους του ότι «η στρατιά της Ανατολής διατρέχει κίνδυνο διαλύσεως εκ της ελονοσίας».4 Η έλευση προσφύγων από τις περιοχές του Καυκάσου μετά το 1919 αποτέλεσε για τις κρατικές υπηρεσίες μια πρώτη και χρήσιμη εμπειρία για τις επιπτώσεις που επρόκειτο να έχει στο χώρο της δημόσιας υγείας η εγκατάσταση εξαθλιωμένων προσφυγικών μαζών σε περιοχές που ήδη παρουσίαζαν κρούσματα επιδημικών ασθενειών. Ο εξανθηματικός τύφος που εμφανίστηκε από το 1919 μέχρι το 1921 χτύπησε τους πληθυσμούς αυτούς και προϊδέασε τους αρμοδίους για τα προβλήματα που θα ακολουθούσαν, όταν σε λίγα χρόνια το ελληνικό κράτος θα γινόταν υποδοχέας πολλαπλάσιων κυμάτων προσφύγων. Λίγο αργότερα, το 1922, οι πρώτες αφίξεις των προσφύγων προκάλεσαν επιδημία τύφου και έξαρση της ελονοσίας στη Μακεδονία και τη Θράκη. Υπό αυτές τις συνθήκες, η ίδρυση το 1922 αυτόνομου υπουργείου Υγείας επιχείρησε να επιτελέσει διπλή λειτουργία: να υπογραμμίσει δηλαδή την οξύτητα του προβλήματος και να ενοποιήσει διάσπαρτες μέχρι τότε υπηρεσίες και αρμοδιότητες.

2. Η υγεία των προσφύγων

Άνθρωποι καταβεβλημένοι σωματικά και ψυχικά, οι πρόσφυγες έφτασαν στην Ελλάδα στοιβαγμένοι κατά εκατοντάδες μέσα στα καράβια που τους μετέφεραν. Οι μολυσματικές ασθένειες τους θέριζαν,5 ενώ η σωματική ταλαιπωρία επιδείνωνε την κατάστασή τους. Όταν έφτασαν στην Ελλάδα, οι περισσότεροι από αυτούς παρουσίαζαν την εικόνα «μάλλον πτωμάτων κινουμένων ή ζώντων ατόμων».6

Πλειάδα παραγόντων επιβάρυνε σημαντικά την ήδη κλονισμένη υγεία τους. Η διατροφή τους ήταν κάκιστη, πολύ κάτω από τις ελάχιστες απαιτήσεις τόσο όσον αφορά την ποσότητα όσο και ως προς την ποιότητα της τροφής. Στα μέσα της δεκαετίας του ’20 επιτόπιες έρευνες σε καταυλισμούς οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι πολλοί θάνατοι προσφύγων οφείλονταν όχι απλώς στην κακή διατροφή τους αλλά στην πλήρη ασιτία.7 Ακόμα μεγαλύτερο ήταν το πρόβλημα της ύδρευσης. Το διαθέσιμο νερό ήταν σχεδόν πάντοτε μολυσμένο και προκαλούσε την εκδήλωση και τη μετάδοση επιδημικών ασθενειών όπως ήσαν οι δυσεντερίες και ο τύφος. Αρμόδιοι πρότειναν να συμπεριληφθούν στα πρώτα μέτρα για την αντιμετώπιση της προσφυγικής θνησιμότητας η παροχή σαπουνιού και ρουχισμού.8 Τέλος, το γεγονός ότι πολλοί πρόσφυγες προέρχονταν από μολυσματικές περιοχές του μικρασιατικού χώρου ή από περιοχές που ήταν ελώδεις, όπως το Αϊδίνι και η Αμισός του Πόντου, επιδείνωσε την κατάσταση της υγείας τους, αφού και στην Ελλάδα εγκαταστάθηκαν σε περιοχές επίσης βεβαρημένες.9 Ας ληφθεί υπόψη ότι ο οργανισμός πολλών προσφύγων παρουσίασε δυσκολία να προσαρμοστεί σε κλιματολογικές συνθήκες, που τις περισσότερες φορές ήταν εντελώς διαφορετικές από αυτές στις οποίες είχαν συνηθίσει.

Όλοι οι παραπάνω παράγοντες είχαν αποτέλεσμα την εκδήλωση επιδημιών και τη γρήγορη εξάπλωσή τους στους προσφυγικούς πληθυσμούς. Ο εξανθηματικός τύφος ήταν η πρώτη δοκιμασία στην οποία υποβλήθηκαν όσοι κατάφεραν να επιβιώσουν από το πλήθος των ασθενειών που ενδημούσαν στα μικρασιατικά παράλια και στα καράβια που τους μετέφεραν στην Ελλάδα. Η Υπηρεσία Δημόσιας Υγείας θεώρησε τους προσφυγικούς καταυλισμούς των πόλεων πραγματικές εστίες μόλυνσης για τη δημόσια υγεία και διέταξε την παρακολούθησή τους από υγειονολόγους. Μέχρι τον Απρίλιο του 1923 είχαν εμβολιαστεί περίπου μισό εκατομμύριο πρόσφυγες,10 ενώ παράλληλα τέθηκε σε εφαρμογή εκτεταμένο πρόγραμμα αποφθειριάσεων στους προσφυγικούς καταυλισμούς.

Στους αγροτικούς πληθυσμούς τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα, με μεγαλύτερη πληγή εκεί την ελονοσία· το δεύτερο εξάμηνο του 1923, με βάση επίσημες στατιστικές, στους 100 θανάτους προσφύγων που διαπιστώθηκαν στη Μακεδονία, οι 70 οφείλονταν στην ασθένεια αυτή. Τον επόμενο χρόνο, οικισμοί προσφύγων στη Χαλκιδική, τις Σέρρες, τα Γιαννιτσά, την Πιερία και το Κιλκίς έχασαν περίπου το 20% του πληθυσμού τους από ελονοσία, τύφο και δυσεντερία που οφειλόταν κυρίως στην κατανάλωση μολυσμένου νερού. Το ισοζύγιο γεννήσεων και θανάτων αποτελούσε ένα στατιστικό σοκ για τους υγειονολόγους καθώς σε κάθε γέννηση αντιστοιχούσαν τρεις θάνατοι προσφύγων. Η ουσιαστική παράμετρος που διαμόρφωνε αυτή την κατάσταση δεν ήταν μονάχα η αυξημένη θνησιμότητα των προσφύγων, αλλά και το γεγονός ότι οι κακουχίες και τα βάσανα, ιδίως του πρώτου καιρού, οδηγούσαν σε χιλιάδες πρόωρους τοκετούς και αποβολές. Μονάχα η εφαρμογή ενός συστήματος υγειονομικής φροντίδας στους προσφυγικούς πληθυσμούς επέτρεψε τη βαθμιαία αντιμετώπιση του προβλήματος της βρεφικής θνησιμότητας. Το 1929 η κατάσταση είχε αντιστραφεί πλήρως και σε κάθε θάνατο πρόσφυγα αντιστοιχούσαν πλέον τρεις νέες ζωές.11

Ο δείκτης της υγείας των προσφυγικών πληθυσμών θα μπορούσε να οριστεί ως η συνισταμένη που δημιουργούσαν οι παράμετροι της διατροφής, της εργασίας και της κατοικίας. Σε μια κοινωνία όπου η λιτή διατροφή δεν ήταν η εξαίρεση, αλλά ο κανόνας,12 η διατροφή των προσφύγων δε συνέβαλλε στο να αντεπεξέλθει ο οργανισμός τους στις δυσκολίες της καθημερινής ζωής. Επιπλέον, η σκληρή εργασία τους, συνήθως κάτω από εξαιρετικά ανθυγιεινές συνθήκες, έθετε σε μια ακόμη δοκιμασία την ήδη κλονισμένη υγεία τους. Επιθεωρήσεις αρμοδίων σε όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου περιέγραφαν τις συνθήκες εργασίας των προσφύγων με μελανά χρώματα ενώ, όχι σπάνια, διαπίστωναν ότι παιδιά κάτω των δέκα ετών εργάζονταν σε βιομηχανικές μονάδες.

Ακόμα χειρότερες ήταν οι συνθήκες της στέγασης. Στις παρυφές των αστικών κέντρων χιλιάδες αυτοσχέδια σπίτια-τρώγλες, ανήλιαγα και χωρίς εξαερισμό, στέγαζαν προσφυγικές οικογένειες για δεκαετίες ολόκληρες. Σε αυτές τις συνοικίες με παράγκες η φυματίωση έβρισκε τις πιο κατάλληλες συνθήκες για να αναπτυχθεί. Ασθένεια που εξαρτιόταν κυρίως από τις συνθήκες της στέγασης, η φυματίωση δεν είχε αποκληθεί αναίτια από τους υγειονολόγους «η νόσος της κατοικίας».13 Μονάχα το 1933, με βάση επίσημες στατιστικές, περίπου 150.000 άνθρωποι ασθένησαν από τη φυματίωση, 8.070 άνθρωποι από αυτούς πέθαναν, ενώ ανεπίσημοι υπολογισμοί της εποχής κάνουν λόγο για υπερδιπλάσια θύματα της νόσου.14

Ωστόσο, το πρόβλημα δεν οφειλόταν μονάχα στην έλλειψη των στοιχειωδέστερων ανέσεων σε σχέση με το ζήτημα της κατοικίας. Σημαντικότερα ήταν εκείνα τα προβλήματα που είχαν να κάνουν με την απουσία απαραίτητων για τη δημόσια υγεία υποδομών, όπως ύδρευση και αποχέτευση, των οποίων η έλλειψη δημιουργούσε ιδανικές συνθήκες για την εμφάνιση και την εξάπλωση λοιμωδών ασθενειών. Στη Μακεδονία του Μεσοπολέμου τουλάχιστον πεντακόσια χωριά, ανάμεσά τους πολλά προσφυγικά, δεν υδρεύονταν. Ακόμα όμως και στην περίπτωση που λειτουργούσαν δίκτυα ύδρευσης, υπήρχαν τέτοια προβλήματα ώστε συχνά μετατρέπονταν σε πραγματικές εστίες μόλυνσης.15

Στους συνοικισμούς των πόλεων η ύδρευση είχε εκχωρηθεί άτυπα σε ιδιώτες που μετέφεραν το νερό με τα κάρα τους σε στάμνες και το πουλούσαν στους κατοίκους, ενώ παράλληλα υπήρχαν βρύσες που εξυπηρετούσαν ολόκληρες γειτονιές συγκεκριμένες ώρες της ημέρας. Και στις δύο περιπτώσεις το νερό αυτό, στάσιμο εκ των πραγμάτων και μολυσμένο, αποτελούσε τη βασικότερη αιτία για την εξάπλωση τυφοειδούς πυρετού, εντερίτιδας και άλλων ασθενειών του πεπτικού συστήματος. Οι περισσότερες μαρτυρίες περιγράφουν με μοναδική γλαφυρότητα την έλλειψη του νερού ως ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της εποχής:

«Νερό; Άλλη φαραωνική πληγή αυτή. Το νερό της Δημαρχίας δε φτάνει μήτε για αγιασμό στο Βύρωνα. Γίνεται ανάρπαστο από τις τυχερές. Οι άλλες; Παραμονεύουν τους νερουλάδες που δε μας έρχονται και τόσο πρόθυμα, γιατί από την Αθήνα έως εδώ έχουν να περάσουν τόση ανηφόρα. Να τους δήτε όταν πουλάνε το νερό. Πόση επισημότητα, Θεέ μου! Στον καιρό του αποκλεισμού,16 εκείνοι που είχαν το προνομιούχο μονοπώλιο του ψωμιού δε θα έκαναν τα μούτρα του ντερμπεντέρη νερουλά, ο οποίος δε διαλαλεί πια τον υγρό θησαυρό του. Τον βλέπετε με το αριστερό χέρι στην πέτσινη σωλήνα, με το δεξί του στα φράγκα που πέφτουνε σα βροχή με το μεταλλικό τους ήχο και το στόμα να ψιθυρίζει τραγούδια. Τον ακούτε να φωνάζει επιταχτικά “φτάνει!” για το νερό που έδωκε, “κατέβαινε!” για το φράγκο που δεν πήρε ακόμη…»17

Η αποχέτευση ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Στους προσφυγικούς συνοικισμούς της Αθήνας και του Πειραιά αυτοσχέδια ρυάκια διέσχιζαν τους χωμάτινους δρόμους δίπλα στις κατοικίες των προσφύγων μεταφέροντας λύματα ελλείψει αποχετευτικού συστήματος. Η αποκομιδή των απορριμμάτων ήταν επίσης προβληματική στα μεγάλα αστικά κέντρα, ενώ στις αγροτικές περιοχές ο κοπροσωρός που συνήθιζαν οι αγρότες να διατηρούν στις αυλές των σπιτιών τους18 αποτελούσε μία επιπλέον εστία μόλυνσης.

3. Προσπάθειες για την οργάνωση της δημόσιας υγείας

Μπροστά σε αυτή την κατάσταση οι ελληνικές κυβερνήσεις του Μεσοπολέμου υποχρεώθηκαν να παρέμβουν με σκοπό τη σύσταση θεσμών που θα εξασφάλιζαν ένα ελάχιστο επίπεδο υγείας στον πληθυσμό της χώρας. Η διαπίστωση του μεγέθους του προβλήματος ήταν το πρώτο βήμα. Λαμπροί υγειονολόγοι της εποχής συνόψιζαν με εξαιρετική σαφήνεια το πρόβλημα, όταν χρέωναν τη νοσηρότητα στην «πενία και την αθλιότητα που επικρατούσιν εις τη χώρα».19 Η επίλυση του προβλήματος φυσικά δε θα μπορούσε να αφορά μονάχα τους πρόσφυγες, αλλά το σύνολο του πληθυσμού. Η συγκυρία του Μεσοπολέμου ήταν ευνοϊκή, καθώς τα χρόνια προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας είχαν επιταθεί επικίνδυνα από την αθρόα εγκατάσταση των προσφύγων, δημιουργώντας φόβο για επικείμενη εκδήλωση επιδημιών αλλά και κοινωνικών αναταραχών. Επιπλέον, η θεωρητική πλατφόρμα για την κρατική παρέμβαση υπήρχε από χρόνια και εντοπιζόταν στις μελέτες των επιστημόνων της κοινωνικής ιατρικής.

Τα μέτρα που υποδείκνυαν οι υγειονολόγοι φιλοδοξούσαν να χτυπήσουν τα αίτια εκδήλωσης των επιδημικών νόσων στη ρίζα τους. Η βελτίωση της διατροφής και της κατοικίας, η υγιεινή της εργασίας, η φροντίδα για τη μητρική, τη βρεφική και τη παιδική υγεία και η γενικότερη ανύψωση του βιοτικού επιπέδου προτάθηκε ως δέσμη μέτρων ικανή να ελαχιστοποιήσει σε σημαντικό βαθμό τον κίνδυνο εμφάνισης ασθενειών. Τέλος, απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχία κάθε υγειονομικού προγράμματος θεωρήθηκε η ανάγκη για ενημέρωση των πολιτών πάνω σε ζητήματα που άπτονταν της δημόσιας υγείας.

Στο επίπεδο της υγειονομικής οργάνωσης της χώρας η έλευση των προσφύγων δεν οδήγησε σε κάποια ουσιαστική αναδιοργάνωση του σχετικού πλαισίου λειτουργίας, αλλά μάλλον επιχειρήθηκε η προσαρμογή του ήδη υπάρχοντος στις νέες συνθήκες. Στις αρχές της δεκαετίας του ’20 υγειονομικές υπηρεσίες παρέχονταν στους πολίτες από νοσοκομεία, λαϊκά ιατρεία και δημοτικούς (ή κοινοτικούς) γιατρούς. Το 1930 στις παραπάνω κατηγορίες απλώς είχε προστεθεί μία τέταρτη κατηγορία, αυτή των «ιατρών προσφύγων».

Στην κορυφή της πυραμίδας βρίσκονταν τα νοσοκομεία της χώρας. Με βάση την ευθύνη λειτουργίας τους διακρίνονταν σε κρατικά, δημοτικά, πανεπιστημιακά και φιλανθρωπικών οργανώσεων. Όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό, οι κρατικές κλινικές υπάγονταν απευθείας στο υπουργείο Υγείας, οι δημοτικές κλινικές στους δήμους στους οποίους έδρευαν, κάποια νοσοκομεία ανήκαν στην ευθύνη του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ άλλα είχαν συσταθεί και λειτουργούσαν με την ευθύνη φιλανθρωπικών οργανώσεων. Αρκετά νοσοκομεία παρείχαν περίθαλψη για συγκεκριμένες ασθένειες. Νοσοκομεία για φυματικούς ασθενείς λειτουργούσαν στην Αθήνα –«Σωτηρία»–, στα Χανιά και στο Ασβεστοχώρι της Θεσσαλονίκης. Για την ίαση αφροδίσιων νοσημάτων το «Συγγρός» στην Αθήνα και άλλες κλινικές στη Θεσσαλονίκη, στη Χίο, στο Ηράκλειο και στα Χανιά, λεπροκομείο στη Σπιναλόγκα, ψυχιατρικές κλινικές στην Αθήνα και την Κέρκυρα, και λοιμωδών ασθενειών στην Αγία Βαρβάρα, στο δυτικό άκρο της πρωτεύουσας, και στη Θεσσαλονίκη.

Στη βάση του υγειονομικού συστήματος της χώρας βρίσκονταν τα λαϊκά ιατρεία τα οποία παρείχαν ιατρική και φαρμακευτική περίθαλψη κυρίως σε άπορους ασθενείς. Συμπληρωματικά στο έργο τους λειτούργησαν από το 1923 οι δημοτικοί και κοινοτικοί γιατροί. Σύμφωνα με το σχεδιασμό των αρμοδίων, σε κάθε μεγάλο δήμο ή κοινότητα έδρευε ένας γιατρός ο οποίος εξυπηρετούσε περίπου δέκα χιλιάδες κατοίκους. Ωστόσο, αρκετά κωλύματα παρουσιάστηκαν, τα οποία είχαν να κάνουν συνήθως με την έλλειψη συνέχειας στο επιτελούμενο έργο λόγω της εναλλαγής των δημοτικών συμβουλίων και με τη συνήθη ακαταλληλότητα των γιατρών, αποτέλεσμα της διαδικασίας επιλογής τους. Για τους λόγους αυτούς, όπως διαπίστωνε το 1930 ο Φωκίων Κοπανάρης, το πρόγραμμα των δημοτικών-κοινοτικών γιατρών ουσιαστικά δεν εφαρμόστηκε ποτέ στη χώρα.

Προσαρμογή του παραπάνω συστήματος στις νέες συνθήκες που δημιούργησε η προσφυγική εγκατάσταση επιχειρήθηκε τόσο στη βάση του όσο και στην κορυφή του. Δεκαέξι νοσοκομεία20 ιδρύθηκαν στην Κεντρική και Βόρεια Ελλάδα αποκλειστικά για τη θεραπεία ασθενών προσφύγων. Ωστόσο, τα νοσοκομεία αυτά, κρατικά στην πλειονότητά τους,21 διέθεταν το 1925 μόλις 1.826 κλίνες, αριθμός που σε καμία περίπτωση δεν επαρκούσε για την κάλυψη των αυξημένων προσφυγικών αναγκών. Παράλληλα, μια παραλλαγή του θεσμού των δημοτικών γιατρών, αυτή των «ιατρών προσφύγων», εφαρμόστηκε στους προσφυγικούς πληθυσμούς. Γιατροί επιφορτισμένοι με αυτή την ευθύνη παρείχαν τις υπηρεσίες τους στους πρόσφυγες διατηρώντας ιατρεία στους προσφυγικούς συνοικισμούς και επισκεπτόμενοι τους ανήμπορους ασθενείς στα σπίτια τους.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’20, στο πλαίσιο της εγκατάστασης των Μικρασιατών προσφύγων στην Ελλάδα, η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ) επιχείρησε να συγκροτήσει για τους αγροτικούς προσφυγικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας και της Θράκης ένα σύστημα υγειονομικής οργάνωσης που θα λειτουργούσε παράλληλα με αυτό του υπουργείου. Η ιδέα βασίστηκε στο πρότυπο της κοντότας, που εφαρμοζόταν στις κοινότητες της Μικράς Ασίας και της Θράκης δεκαετίες ολόκληρες. Σύμφωνα με αυτό, κάθε χωριό ή κάποια χωριά, από κοινού, προσλάμβαναν ένα γιατρό για τις ανάγκες των κατοίκων τους, ο οποίος πληρωνόταν από τις οικογένειες και παρείχε ιατρική περίθαλψη αποκλειστικά σε αυτές. Επρόκειτο, με άλλα λόγια, για ένα «συνεταιρισμό» που στόχευε στην εξασφάλιση ιατρικής και φαρμακευτικής περίθαλψης στο σύνολο των μελών του. Σύμφωνα με το αρχικό σχέδιο, αγροτικά ιατρεία θα έπρεπε να λειτουργήσουν σε κάθε προσφυγικό χωριό, έτσι ώστε να εξυπηρετούν από 500 έως 800 οικογένειες προσφύγων. Όπως είναι φυσικό, σε ορισμένες περιπτώσεις τα ιατρεία θα μπορούσαν να έχουν στην περιοχή ευθύνης τους δύο ή και τρία μικρά χωριά. Οι κάτοικοι θα χρεώνονταν με ένα ποσό για το σύνολο της ιατρικής και φαρμακευτικής περίθαλψης που τους παρεχόταν, ενώ οι υγειονομικές υπηρεσίες θα ήταν προσιτές και σε άπορους γηγενείς, όμως υπό αυστηρά προσδιορισμένους όρους. Το μοντέλο υγειονομικής οργάνωσης που πρότεινε η Υπηρεσία Εποικισμού ήταν αρκετά πλήρες, αφού προέβλεπε όχι μόνο την εξασφάλιση γιατρού για τους πρόσφυγες, αλλά, επιπλέον, τη χορήγηση ελεγμένων φαρμάκων, όπως και τη γενικότερη εποπτεία πάνω στην ποιότητα των υπηρεσιών και των αγαθών που τους παρέχονταν. Το σύστημα αυτό δούλεψε αρκετά ικανοποιητικά μέχρι το 1930, οπότε διαλύθηκε η ΕΑΠ και ύστερα εντάχθηκε στο υπουργείο Υγιεινής. Ήδη το 1925 λειτουργούσαν 53 αγροτικά ιατρεία στη Μακεδονία και τη Θράκη, τα οποία την τετραετία 1926-9 δέχονταν την επίσκεψη κατά μέσο όρο 195.000 προσφύγων κατ’ έτος. Με τον τρόπο αυτό επιτεύχθηκε το ζητούμενο, η εξασφάλιση δηλαδή με ένα ετήσιο κόστος 190-200 δραχμών κατά προσφυγική οικογένεια «ιατρού καλώς αμειβομένου, φαρμάκων ανοθεύτων εις τιμήν κόστους και υγιεινής προφυλακτικής επιτηρήσεως».22


Για μια εκτενέστερη εκδοχή του κειμένου βλ. Κατσάπης, Κώστας, "Δημόσια υγεία, πρόσφυγες και κρατική παρέμβαση στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου", στο: Τζεδόπουλος, Γιώργος (επιμ.), Πέρα από την Καταστροφή: Μικρασιάτες πρόσφυγες στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, Αθήνα 20072 (πρώτη έκδοση: Αθήνα 2003), σελ. 41-73.

1. Το 1862, λόγου χάρη, καταργήθηκαν οι περιφερειακές υγειονομικές υπηρεσίες, εξέλιξη που αναγνωρίστηκε πολλά χρόνια αργότερα ως καίριο πλήγμα στη θωράκιση της χώρας απέναντι στον κίνδυνο εξάπλωσης επιδημικών ασθενειών. Βλ. Ελευθεριάδης, Δ., «Δημόσια υγιεινή», στο Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν «Ηλίου» 7 (Αθήνα 1947), σελ. 1568.

2. Η κοινωνική ασφάλιση την περίοδο του Μεσοπολέμου θεωρείται απαραίτητη προϋπόθεση για τη χρηματοδότηση των υγειονομικών προγραμμάτων του ελληνικού κράτους. Βλ. Οικονομόπουλος, Ν., Η οργάνωσις του αντιφυματικού αγώνος: αι ενδεικνυόμεναι κατευθύνσεις από ιατρικής, κοινωνικής και οικονομικής απόψεως (Αθήνα 1936), σελ. 27-33.

3. Ίσως η πιο χαρακτηριστική έκφραση αυτής της εξέλιξης υπήρξε η περίπτωση του ανθελονοσιακού αγώνα, στην ιστορία του οποίου διακρίνονται δύο ευδιάκριτες χρονικές περίοδοι. Στην πρώτη, που διαρκεί από το 1908 μέχρι το 1930, κυριαρχεί η ιδιωτική πρωτοβουλία, που εκφράζεται με την ίδρυση του "Συλλόγου προς Περιστολήν των Ελωδών Νόσων". Η δεύτερη περίοδος διαρκεί από το 1930 μέχρι το τέλος του Μεσοπολέμου και σ’ αυτή είναι πια εμφανής η μετάβαση από την ιδιωτική φροντίδα στην κρατική μέριμνα, η οποία συνδέεται και με τις συνεχείς νουθεσίες του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας για τη συνολική αντιμετώπιση των ασθενειών στην Ελλάδα.

4. Λιβαδάς, Γ. – Σφάγγος, Ι., Η ελονοσία εν Ελλάδι 1930-1940: έρευναι-καταπολέμησις (Αθήνα 1940), σελ. 58.

5. Χαρακτηριστικό των συνθηκών μεταφοράς είναι ότι τα τρία τέταρτα των προσφύγων, όταν έφτασαν στην Ελλάδα, ήταν εμπύρετοι. Βλ. Λιάκος, Α., Εργασία και πολιτική στην Ελλάδα του μεσοπολέμου (Αθήνα 1993), σελ. 321.

6. Κοπανάρης, Φ., Η δημόσια υγεία εν Ελλάδι (Αθήνα 1933), σελ. 48.

7. Κοπανάρης, Φ., Η δημόσια υγεία εν Ελλάδι (Αθήνα 1933), σελ. 49.

8. Ο Ν. Αναγνωστόπουλος παρατηρούσε το 1936 για τα χωριά του κάμπου των Σερρών πως μία από τις κυριότερες αιτίες της εκδήλωσης ασθενειών ήταν το ότι το 60% των χωρικών πήγαινε για ύπνο με τα ενδύματα της ημέρας, ενώ άλλαζαν εσώρουχα μία ή δύο φορές το μήνα. Βλ. Αναγνωστόπουλος, Ν., Ο κάμπος των Σερρών: μελέτη συγκριτικής γεωπονικής (Αθήνα 1936), σελ. 54.

9. Στην περιοχή της Μακεδονίας, όπου εγκαταστάθηκε η πλειονότητα των προσφύγων, σε συνολική έκταση 3.000.000 εκταρίων τα 300.000 εκτάρια ήταν έλη, βλ. ΕΑΠ, Εποικισμός Μακεδονίας-Θράκης, Υγειονομική Υπηρεσία, Περίληψις πεπραγμένων υγειονομικής υπηρεσίας 1925-1929 (Αθήνα 1929), σελ. 4.

10. Λιάκος, Α., Εργασία και πολιτική στην Ελλάδα του μεσοπολέμου: Το Διεθνές Γραφείο Εργασίας και η ανάδυση των κοινωνικών θεσμών (Αθήνα 1993), σελ. 323.

11. ΕΑΠ, Εποικισμός Μακεδονίας-Θράκης, Υγειονομική Υπηρεσία, Περίληψις πεπραγμένων υγειονομικής υπηρεσίας 1925-1929 (Αθήνα 1929), σελ. 4.

12. Την εποχή του Μεσοπολέμου δεν είναι λίγες οι αναφορές που πιστοποιούν τη «λιτή διατροφή» των ελληνικών πληθυσμών, βλ. Οικονομόπουλος, Ν., Η φυματίωσις ως κοινωνική νόσος και τα ενδεικνυόμενα μέτρα προς καταπολέμησιν αυτής (Αθήνα 1930), σελ. 28.

13. Οικονομόπουλος, Ν., Η φυματίωσις ως κοινωνική νόσος και τα ενδεικνυόμενα μέτρα προς καταπολέμησιν αυτής (Αθήνα 1930), σελ. 28.

14. Οικονομόπουλος, Ν., Η οργάνωσις του αντιφυματικού αγώνος: αι ενδεικνυόμεναι κατευθύνσεις από ιατρικής, κοινωνικής και οικονομικής απόψεως (Αθήνα 1936), σελ. 6.

15. Στο Χορτιάτη λόγου χάρη οι τσοπάνηδες έσπαγαν τους σωλήνες που μετέφεραν νερό στη Θεσσαλονίκη για να ποτίσουν τα κοπάδια τους. Το αποτέλεσμα ήταν να μολύνεται το νερό και να μεταδίδεται τυφοειδής πυρετός στους κατοίκους της πόλης. Λιάκος, Α., Εργασία και πολιτική στην Ελλάδα του μεσοπολέμου (Αθήνα 1993) σελ. 324..

16. Ο συγγραφέας αναφέρεται προφανώς στον αποκλεισμό της Αθήνας και του Πειραιά από δυνάμεις της Entente το 1916.

17. Εφημερίδα Προσφυγικός Κόσμος (10 Νοεμβρίου 1929).

18. Ζηλίδης, Χ., Η ανοιχτή περίθαλψη στην ελληνική ύπαιθρο 1922-1983 (αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 1988), σελ. 72.

19. Οικονομόπουλος, Ν., Η φυματίωσις εις τους φοιτητάς (Αθήνα 1936), σελ. 10.

20. Πρόκειται για τα εξής νοσοκομεία: Κεντρικόν Προσφύγων Θεσσαλονίκης, Προσφύγων Αθηνών, Νέας Ιωνίας, Πειραιώς, Δράμας, Αλεξανδρουπόλεως, Χαλκίδας, Καλαμαριάς, Χαρμάνικιοϊ, Βεροίας, Κοζάνης, Γρεβενών, Μυτιλήνης, Εδέσσης, Γενιτσών και Σερρών.

21. Υπήρχαν ωστόσο και πολλά τα οποία είχαν ιδρυθεί από φιλανθρωπικές οργανώσεις. Το 1925 είχαν ιδρυθεί και λειτουργούσαν μονάχα από την οργάνωση των Αμερικανίδων Κυριών γύρω στα 35 νοσοκομεία. Βλ. Μεταλινός, Μ., Η υγιεινή κατάστασις των αγροτικών πληθυσμών Μακεδονίας-Θράκης από του 1925-1930 (Αθήνα 1932), σελ. 8.

22. Μεταλινός Μ., Η υγιεινή κατάστασις των αγροτικών πληθυσμών Μακεδονίας-Θράκης από του 1925-1930 (Αθήνα 1932), σελ. 58.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>